ζῳογόνος

From LSJ
Revision as of 08:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

German (Pape)

[Seite 1144] Leben, Lebendiges hervorbringend, Sp.; Anth. IX, 525, 7 heißt so Apollo.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des vers ou animalcules.
Étymologie: ζῷον, γίγνομαι.

Greek Monotonic

ζῳογόνος: -ον (ζῷον, *γείνω),
I. αυτός που παράγει ζωντανά, παραγωγικός, γόνιμος, προσωνύμιο του Απόλλωνα, σε Ανθ. II.ζωο-γόνος (ζωή), αυτός που φέρει ζωή, ζωηφόρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ζῳογόνος: дающий жизнь, животворящий (Ἀπόλλων Anth.).