παρανάλωμα

From LSJ
Revision as of 09:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰνᾱλωμα Medium diacritics: παρανάλωμα Low diacritics: παρανάλωμα Capitals: ΠΑΡΑΝΑΛΩΜΑ
Transliteration A: paranálōma Transliteration B: paranalōma Transliteration C: paranaloma Beta Code: parana/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A useless expense, waste, Plu.Pyrrh.30, Cic. 17 ; χρόνου Ael. VH1.17 ; incidental waste, J.BJ4.5.2, 5.1.3 ; of persons, π. γινόμενοι perishing incidentally, Aesop.345, cf. Demad.2 ; μὴ π. γένηται τελευτήσαντος αὐτοῦ lest his death should involve that of... Ph.2.519 ; ἐπ' οὐδενὶ λυσιτελεῖ παρανάλωμα γενησόμενοι ib.600.

German (Pape)

[Seite 491] τό, das daneben, auf verkehrte Weise. ohne Nutzen Verwendete, unnützer Nebenaufwand, Plut. Pyrrh. 30; D. Sic. 14, 5: Ael. V. H. 4. 18 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰνάλωμα: τό, τὸ ἀνωφελῶς ἢ περιττῶς ἀναλωθέν, καὶ τὸ πάρεργον ἀνάλωμα, τοῦ πολέμου Πλουτ. Πύρρ. 30, κτλ.· χρόνου Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 17· - ἐπὶ προσώπου, βάρος μόνον καὶ μηδὲν ἄλλο, ἄχθος, φορτίον, Δημάδης 178. 35, πρβλ. Wessel. εἰς Διόδ. 14. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dépense faite mal à propos ou en pure perte.
Étymologie: παραναλίσκω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ παραναλίσκω / παραναλόω]
αυτό που ανώφελα, χωρίς λόγο καταναλώθηκε ή αυτό που άδικα καταστράφηκε
νεοελλ.
φρ. «έγινε παρανάλωμα φωτιάς» — κάηκε εντελώς, καταστράφηκε τελείως, έγινε ολοκαύτωμα
αρχ.
1. αυτό που τυχαία δαπανήθηκε
2. φρ. «παρανάλωμα γίνομαι»
(για πρόσ.) καταστρέφομαι μάταια, αφανίζομαι ανώφελα.

Greek Monotonic

παρᾰνάλωμα: -ατος, τό, ανώφελη κατανάλωση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

παρᾰνάλωμα: ατος (νᾱ) τό бесполезная трата, расточение (π. μέγα τοῦ πολέμου Plut.).