πολύκλειτος

From LSJ
Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκλειτος Medium diacritics: πολύκλειτος Low diacritics: πολύκλειτος Capitals: ΠΟΛΥΚΛΕΙΤΟΣ
Transliteration A: polýkleitos Transliteration B: polykleitos Transliteration C: polykleitos Beta Code: polu/kleitos

English (LSJ)

η, ον, (κλείω B)

   A far-famed, Pi.O.6.71, Fr. 194.

German (Pape)

[Seite 664] viel od. sehr berühmt, γένος, Pind. Ol. 6, 71.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκλειτος: -η, -ον, περίφημος, διάσημος, Πινδ. Ο. 6. 120, Ἀποσπ. 206.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très illustre.
Étymologie: πολύς, κλειτός.

English (Slater)

πολύκλειτος
   1 of great renown ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν (O. 6.71) καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 4.

Spanish

que tiene gran fama

Greek Monolingual

-η, -ο, Α
διάσημος, ονομαστός («ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾱν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κλειτός (Ι) «φημισμένος» (πρβλ. πάγ-κλειτος)].

Greek Monotonic

πολύκλειτος: -η, -ον, περίφημος, περιβόητος, διακεκριμένος, σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκλειτος -η -ον [πολύς, κλειτός] zeer beroemd.