συνεπιρρώννυμι

From LSJ
Revision as of 11:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιρρώννῡμι Medium diacritics: συνεπιρρώννυμι Low diacritics: συνεπιρρώννυμι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΡΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: synepirrṓnnymi Transliteration B: synepirrōnnymi Transliteration C: synepirronnymi Beta Code: sunepirrw/nnumi

English (LSJ)

   A help to strengthen or support, τοὺς Ἕλληνας Plu.Alex.33, cf. Brut.49:—Pass., of language, to be based firmly at the same time on, τοῖς ὕψεσι Longin.11.2.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιρρώννῡμι: συμβοηθῶ ἐνισχύων, ὑποστηρίζων, παρεκάλει τοὺς θεούς... ἀμῦναι καὶ συνεπιρρῶσαι τοὺς Ἕλληνας Πλουτ. Ἀλέξ. 33, κτλ. ― Παθητ., ἐπὶ τῆς γλώσσης, ὡσαύτως ἐνισχύομαι, Λογγῖν. 11. 2.

French (Bailly abrégé)

contribuer à fortifier, à affermir, acc..
Étymologie: σύν, ἐπιρρώννυμι.

Greek Monolingual

Α
1. βοηθώ, υποστηρίζω
2. παθ. συνεπιρρώνυμαι
(για γλώσσα) ενισχύομαι ταυτοχρόνως με κάτι άλλο («ἀτονεῑ καὶ κενοῡται τὸ ἔμπρακτον αὐτῶν μὴ τοῡς ὕψεσι συνεπιρρωννύμενον», Λογγίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιρρώννυμι «ενθαρρύνω, ενδυναμώνω»].

Greek Monolingual

Α
1. βοηθώ, υποστηρίζω
2. παθ. συνεπιρρώνυμαι
(για γλώσσα) ενισχύομαι ταυτοχρόνως με κάτι άλλο («ἀτονεῑ καὶ κενοῡται τὸ ἔμπρακτον αὐτῶν μὴ τοῡς ὕψεσι συνεπιρρωννύμενον», Λογγίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιρρώννυμι «ενθαρρύνω, ενδυναμώνω»].

Russian (Dvoretsky)

συνεπιρρώννῡμι: подкреплять, приходить на помощь (συνεπέρρωσαν οἱ ἱππεῖς, τοὺς Ἓλληνας Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επιρρώννυμι helpen te versterken. abs. steun verlenen. Plut. Brut. 49.5.