διακώλυσις
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A hindering, preventing, αἱ τῶν ἀναιρέσεων δ. Id.R.469e; ἀπὸ προαιρέσεων Arist.Rh.Al.1421b22.
German (Pape)
[Seite 585] ἡ, Verhinderung, Plat. Rep. V, 469 e; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διακώλῡσις: -εως, ἡ, ἐμπόδιον, παρεμπόδισις, αἱ τῶν ἀναιρέσεων δ. Πλάτ. Πολ. 169Ε· τῶν προαιρέσεων Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 2, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’empêcher.
Étymologie: διακωλύω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
oposición, impedimento τῶν ἀναιρέσεων Pl.R.469e, λόγων ἢ πράξεων Anaximen.Rh.1421b22.
Greek Monotonic
διακώλῡσις: -εως, ἡ, εμπόδιο, κώλυμα, παρεμπόδιση, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακώλυσις -εως, ἡ [διακωλύω] belemmering.