βύβλος

From LSJ
Revision as of 14:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βύβλος Medium diacritics: βύβλος Low diacritics: βύβλος Capitals: ΒΥΒΛΟΣ
Transliteration A: býblos Transliteration B: byblos Transliteration C: vyvlos Beta Code: bu/blos

English (LSJ)

and βίβλος (v. sub fin.), ἡ,

   A the Egyptian papyrus, Cyperus Papyrus, Hdt.2.92, A.Supp.761, Str.17.1.15: in pl., stalks of papyrus, PTeb.308.7 (ii A. D.).    2 rind enclosing the pith of this plant, Thphr.HP4.8.4, etc.: generally, bark, φελλῶν καὶ βύβλων Pl.Plt. 288e, cf. Hdt.2.96, Plot.2.7.2.    b in pl., slices of the pith used as writing-material, Hdt.5.58, Hermipp.63.13: sg., strip of β., βύβλον εὐρύναντες ἀντὶ διαδήματος Ph.2.522.    3 roll of papyrus, book, Hdt.2.100, A.Supp.947, etc.: heterocl. pl., βύβλα, τά, AP9.98 (Stat. Flacc.); esp. of sacred or magical writings, βίβλων ὅμαδον Μουσαίου καὶ Ὀρφέως Pl.R.364e, cf. D.18.259, Act.Ap.19.19, PPar.19.1 (ii A. D.); ἱεραί β. OGI56.70 (Canopus, iii B. C.); β. ἱερατική PTeb.291.43 (ii A. D.); so of the Scriptures, ἡ β. γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς LXX Ge.2.4, etc.; ἡ β. the Sacred Writings, Aristeas 316; β. Μωυσέως, ψαλμῶν, προφητῶν, Ev.Marc.12.26, Act.Ap.1.20, 7.42; β. ζωῆς Ep.Phil.4.3: pl., of magical books, Act.Ap.19.19.    4 a division of a book, Plb.4.87.12, D.S.1.4, etc.; αἱ β. the nine books of Hdt., Luc. Herod.1.    II β. στεφανωτρίς flowering head of papyrus, Theopomp. Hist.22c, Plu.Ages.36. [ῠ, A.Supp.761.] (βύβλος, βύβλινος, βυβλίον, etc., are the original forms: βιβλ-seems to have arisen in Attic by assimilation in βιβλίον, and is found in earlier Attic Inscrr., cf. IG2.1b, etc., and prevails in Ptolemaic papyri; Inscrr. vary, βυβλία Test.Epict.8.32 (iii/ii B. C.); βιβλία IG5(1).1390.12 (Andania, i B. C.); in Roman times βυβλ- was restored.)

German (Pape)

[Seite 467] ἡ, Byblus, die ägyptische Papyrusstaude, Cyperus papyrus; den Stengel u. die Wurzeln aßen die Armen; aus dem Bast machte man Schiffstaue, Matten, Papier. In der Bdtg: beschriebenes Papier, Buch, wird richtiger βίβλος geschrieben. – Flacc. 9 (IX, 98) hat einen plur. βύβλα, die Schriften.

Greek (Liddell-Scott)

βύβλος: ἡ, ὁ Αἰγύπτιος πάπυρος, Cyperus papyrus, τοῦ ὁποίου τὸ τριγωνικὸν στέλεχος καὶ τὰς ῥίζας ἔτρωγον οί πένητες (πρβλ πάπυρος), Ἡρόδ. 2. 92, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 761. 2) οἱ ἰνώδεις αὐτοῦ φλοιοὶ παρασκευάζοντο πρὸς κατασκευὴν σχοινίων, ἱστίων, στρωμάτων, χάρτου, (ἡ χρῆσις αὕτη τοῦ φυτοῦ ἦν γνωστὴ τῷ Ὁμήρῳ, ἴδε βύβλινος), Ἡρόδ. 2. 96· - ὁ ἔξω φλοιὸς τοῦ παπύρου χρήσιμος, ὅπως γράφῃ τις ἐπ’ αὐτοῦ, ἐντεῦθεν κατὰ πληθ., φύλλα βύβλου, ὁ αὐτ. 5. 58, Ἕρμιππ. Φορμ. 1. 13. 3) χάρτης, βιβλίον, Ἡρόδ. 2. 100, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 305. 1005· - ἀλλ’ ἐπὶ τοιαύτης σημασίας συνήθως γράφεται βίβλος (ὃ ἴδε)· - πληθ. βύβλα, τὰ, Ἀνθ. Π. 9. 98. ΙΙ. β. στεφανωτρίς, ἕτερον φυτὸν μνημονευόμενον ὑπὸ Θεοπόμπ., Ἱστ. Ἀποσπ. 11, πρβλ Πλούτ. Ἀγησ. 36. [ῡ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 761]

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 papyrus, plante d’Égypte;
2 objet fabriqué avec des lamelles ou des fibres de papyrus ; particul. au plur. feuilles ou lamelles de papyrus servant de tablettes pour écrire ; livre.
Étymologie: emprunt.

Greek Monolingual

η (AM βύβλος)
ονομασία του φυτού κύπειρος ο πάπυρος
αρχ.
1. ο ινώδης φλοιός του παπύρου
2. οτιδήποτε κατασκευασμένο από πάπυρο (σκοινί, στρώμα, χαρτί)
3. κύλινδρος, βιβλίο από πάπυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βίβλος].

Greek Monotonic

βύβλος: ἡ,
1. Αιγυπτιακός πάπυρος, τη ρίζα και το τριγωνικό στέλεχος του οποίου έτρωγαν οι φτωχοί, σε Ηρόδ.
2. οι ινώδεις φλοιοί του φυτού, τους οποίους επεξεργάζονταν για την κατασκευή σχοινιών, στον ίδ.· πρβλ. βύβλινος.
3. εξωτερικό περίβλημα του παπύρου, που χρησιμοποιούνταν για γραφή, από όπου στον πληθ.· τα φύλλα της βύβλου, στον ίδ.
4. χαρτί, βιβλίο, στον ίδ.· με αυτή τη σημασία, περισσότερο συνηθισμένη γραφή είναι το βίβλος (βλ. αυτ.)· πληθ., βύβλα, τά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βύβλος: v. l. βίβλος
1) библос, египетский папирус (Cyperus papyrus) Her., Aesch.: β. στεφανωτρίς Plut. предполож. папирус, пригодный для плетения венков;
2) волокна папируса (τὰς ἁρμονίας πακτοῦν τῇ βύβλῳ Her.);
3) писчая бумага из папируса (ἐν σπάνι βύβλων διφθέρῃσι χρᾶσθαι Her.);
4) книга (ἐκ βύβλου καταλέγειν τι Her.).