ἐπιμειδιάω

From LSJ
Revision as of 20:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμειδιάω Medium diacritics: ἐπιμειδιάω Low diacritics: επιμειδιάω Capitals: ΕΠΙΜΕΙΔΙΑΩ
Transliteration A: epimeidiáō Transliteration B: epimeidiaō Transliteration C: epimeidiao Beta Code: e)pimeidia/w

English (LSJ)

   A smile at, X.Cyr.2.2.16, A.R. 3.129; τῷ λόγῳ Arr.An.5.2.3.

German (Pape)

[Seite 960] = ἐπιμειδάω, Ap. Rh. 3, 129, u. in späterer Prosa, wie Arr. An. 5, 2, 4 Plut. Art. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμειδιάω: μέλλ. -άσω, μειδιῶ ἐπί τινι, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 16, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 129· ἐπιμειδιᾶσαι λέγεται τῷ λόγῳ Ἀρρ. Ἀν 5. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
sourire sur.
Étymologie: ἐπί, μειδιάω.

Greek Monotonic

ἐπιμειδιάω: μέλ. -ήσω [ᾰ], χαμογελώ σε κάποιον, σε Ξεν.
ἐπιμειδιάω: μέλ. -ήσω, κοροϊδεύω, κρυφογελώ κοροϊδευτικά, ἐπιμειδήσας προσέφη, τον προσφώνησε, του απευθύνθηκε με χαμόγελο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμειδιάω: Xen., Plut. = ἐπιμειδάω.