θηγάνη

From LSJ
Revision as of 21:49, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηγάνη Medium diacritics: θηγάνη Low diacritics: θηγάνη Capitals: ΘΗΓΑΝΗ
Transliteration A: thēgánē Transliteration B: thēganē Transliteration C: thigani Beta Code: qhga/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A whetstone, A.Ag.1536 (lyr.), S.Aj.820: metaph., αἱματηρὰς θηγάνας incentives to bloodshed, A.Eu.859; θ. λάλης Luc. Lex.14:—also θήγανον, τό, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1206] ἡ, der Wetzstein; Aesch. Ag. 1518; σιδηροβρῶτι θηγάνῃ νεηκονὴς σφαγεύς Soph. Ai. 807; übertr., Aufreizung, σὺ δ' ἐν τόποισι τοῖς ἐμοῖς μὴ βάλῃς μήθ' αἱματηρὰς θηγάνας Aesch. Eum. 821; Luc. Lexiph. 14 τὸ γὰρ ἐρεσχελεῖν ἀλλήλους συχνάκις λάλης θηγάνη γίγνεται.

Greek (Liddell-Scott)

θηγάνη: ἡ, ἀκόνη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1536, Σοφ. Αἴ. 820: μεταφ., αἱματηρὰς θηγάνας, παροτρύνσεις εἰς αἱματοχυσίαν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 859· θ. λάλης Λουκ. Λεξιφ. 14. ― ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει καὶ θήγανον, τό.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 pierre à aiguiser;
2 aiguillon.
Étymologie: θήγω.

Greek Monolingual

θηγάνη, ἡ (Α) θήγω
1. το ακόνι
2. παροξυσμός, ερεθισμός.

Greek Monotonic

θηγάνη: [ᾰ], ἡ, ακονόπετρα, σε Αισχύλ., Σοφ.· μεταφ., αἱματηρὰς θηγάνας, παροτρύνσεις, κίνητρα, εναύσματα προς αιματοχυσία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θηγάνη: (ᾰ) ἡ1) точильный камень, оселок: ὁ σφαγεὺς θηγάνῃ νεηκονής Soph. убийца-меч, только что отточенный о камень;
2) побудительное начало, возбудитель: βαλεῖν αἱματηρὰς θηγάνας Aesch. разжечь кровавые распри; λάλης θ. Luc. развязывание языков.