ἰκμάς
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A moisture, e.g. of oily leather, Il.17.392; ἰκμάδος ἐστὶ ἐν αὐτῇ [τῇ Λιβύῃ] οὐδέν Hdt.4.185; ἀνιεὶς ἐκ τοῦ σώματος ἰκμάδα, of a corpse exposed to the sun, Id.3.125, cf. Hp.Aër.8; of moisture in the soil, Ev.Luc.8.6; also θανόντων ἰσὶν οὐκ ἔνεστ' ἰκμάς no blood, A.Fr.229 (prob.); of the bodily humours, Hp.Morb.4.40; of all kinds of animal juices or moist secretions, τὸ περίττωμα τῆς ὑγρᾶς ἰ. ὃν καλοῦμεν ἱδρῶτα Arist.PA668b4; ἡ τῶν καταμηνίων ἰ. Id.GA727b11, cf. HA556b27, al.: com. metaph., τὴν ἰ. τῆς φροντίδος Ar.Nu.233; ἰ. Βάκχου, i.e. wine, AP5.133 (Posidipp.); ἰ. δρυός, i.e. gum, ib.6.109 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1248] άδος, Feuchtigkeit, Nässe; Il. 17, 393; vom Blute, Aesch. fr. 216; Ar. Nubb. 233; ἀνεὶς ἐκ τοῦ σώματος ἰκμάδα Her. 3, 125; Plat. Tim. 76 h; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκμάς: -άδος, ἡ, νοτίς, ὑγρασία, ὑγρότης, ἄφαρ δέ τε ἰκμάς ἔβη, «ταχέως δὲ ἡ ὑγρασία ἀπῆλθεν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ρ. 392· ἰκμάδος ἐστίν ἐν αὐτῇ τῇ Λιβύῃ οὐδέν Ἡρόδ. 4. 185· ἀνιεὶς ἐκ τοῦ σώματος ἰκμάδα, ἐπὶ πτώματος ἐκτεθειμένου εἰς τὸν ἥλιον, ὁ αὐτ. 3. 125, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἀλλ, ὡσαύτως, τῶν θανόντων ἶσον οὐκ, ἔνεστ’ ἰκμάς, δὲν ὑπάρχει αἷμα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 230· συχν. παρ, Ἀριστ. ἐπὶ παντὸς εἴδους ζωϊκῶν χυμῶν ἢ ἐκκρίσεων: - κωμ. μεταφ., τὴν ἰκμάδα τῆς φροντίδος Ἀριστοφ. Νεφ. 233 ἰκ. Βάκχου, δηλ. οἶνος, Ἀνθ. Π. 5. 134· καὶ τὰν εὔκολλον δρυός ἰκμάδα, δηλ. τὸν ἰξόν, αὐτόθι 6. 109.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
1 humidité (du climat);
2 humidité, càd éléments humides du corps (sang, humeurs, etc.) ; sève.
Étymologie: R. Ἰκ p. Σικ, être humide.
English (Autenrieth)
άδος: moisture, Il. 17.392†.
English (Thayer)
ἰκμαδος, ἡ, moisture: Sept. Homer, Iliad 17,392; Josephus, Antiquities 3,1, 3, and often in other authors.)
Greek Monotonic
ἰκμάς: -άδος, ἡ, υγρασία, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· κωμ. μεταφ., τὴνἰκμάδα τῆς φροντίδος, σε Αριστοφ.· ἰκμάδα Βάκχου, δηλ. κρασί, σε Ανθ.· ἰκμάδα δρυός, δηλ. κόμμι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰκμάς: άδος ἡ
1) влага, влажность (ἰκμάδος ἐοτὶ οὐδὲν, sc. ἐν τῇ Λιβύῃ Her.; ἰ. αἱματική Arst.; τὸ γεῶδες ἔρημον ἰκμάδος Plut.): διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα NT за отсутствием влаги; ἡ ἰ. τῇς φροντίδος Arph. влага мысли (пародия на идею Фалеса о влаге, как первоначале всех вещей);
2) сок: ἰ. Βάκχου Anth. вино; ἰ. δρυός Anth. древесная камедь.