κατασφάζω

From LSJ
Revision as of 22:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασφάζω Medium diacritics: κατασφάζω Low diacritics: κατασφάζω Capitals: ΚΑΤΑΣΦΑΖΩ
Transliteration A: kataspházō Transliteration B: katasphazō Transliteration C: katasfazo Beta Code: katasfa/zw

English (LSJ)

later κατασυν-σφάττω Luc.Sacr.12 (Pass. -

   A σφάττεσθαι Jul. Or.5.174a): fut. -ξω LXX Ez.16.40:—slaughter, murder, Hdt.6.23, 8.127, LXX l.c., al., Ev.Luc.19.27, D.C.40.48: freq. in aor. Pass. κατεσφάγην [ᾰ] A.Eu.102, S.OT730, X. An.4.1.17, etc.

Greek (Liddell-Scott)

κατασφάζω: βραδύτερον -σφάττω: μέλλ. -ξω· -σφάζων, ῥίπτω κάτω, τὸν ἀφίνω κατὰ γῆς, φονεύω, Ἡρόδ. 6. 23· ἐπεὶ δὲ σφεας εἶλε, κατέσφαξε 8. 127· συχν. ἐν τῷ παθ. ἀορ., κατεσφάγην ᾰ·- πρὸς χειρῶν μητροκτόνων κατασφαγείσης Αἰσχύλ. Εὐμ. 102· μητρὸς ἐκ χεροῖν κατασφαγεὶς Εὐρ. Βάκχ. 856, Σοφ. Ο.Τ. 730, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 17, κτλ.

French (Bailly abrégé)

impf. κατέσφαζον, f. κατασφάξω, ao. κατέσφαξα, ao.2 Pass. κατεσφάγην;
égorger.
Étymologie: κατά, σφάζω.

English (Thayer)

(or κατασφαττόω): 1st aorist κατεσφαξα; "to kill off (cf. κατά III:1), to slaughter": Sept.; Herodotus, Tragg., Xenophon, Josephus, Antiquities 6,6, 4; Aelian v. h. 13,2; Herodian, 5,5, 16 (8 edition, Bekker).)

Greek Monolingual

(AM κατασφάζω και Μ κατασφάττω)
σφάζω με αγριότητα, σκοτώνω χωρίς οίκτο, κατακρεουργώ.

Greek Monotonic

κατασφάζω: έπειτα -σφάττω· μέλ. -ξω, σφαγιάζω, φονεύω, σε Ηρόδ. — Παθ., αόρ. βʹ κατεσφάγην [ᾰ], σε Τραγ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σφάζω afslachten, vermoorden.

Russian (Dvoretsky)

κατασφάζω: атт. κατασφάττω (aor. 2 pass. κατεσφάγην) зарезывать, закалывать, убивать Trag., Her., NT: ὁρῶντος τοῦ ἑτέρου κατεσφάγη Xen. (один из двух пленников) был заколот на глазах у другого.