λάξ

From LSJ
Revision as of 23:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάξ Medium diacritics: λάξ Low diacritics: λαξ Capitals: ΛΑΞ
Transliteration A: láx Transliteration B: lax Transliteration C: lax Beta Code: la/c

English (LSJ)

Adv.

   A with the foot, λ. ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος Il. 6.65, cf. 16.503; λ. προσβάς 5.620, 16.863; λ. ποδὶ κινήσας 10.158, Od.15.45; λ. ἔνθορεν 17.233; λ. δ' ἐφ' ὁρκίοις ἔβη Archil.Supp.2.13; so later βοῦς μοι ἐπὶ γλώσσης κρατερῷ ποδὶ λ. ἐπιβαίνων Thgn.815; λ. ἐπίβα δήμῳ Id.847; λ. πατεῖσθαι (cf. λάγδην) to be trodden under foot, A.Eu.110, Ch.644 (lyr.); ἀθέῳ ποδὶ λ. ἀτίσαι Id.Eu.542 (lyr.); λ. ἐπορούσας πλῆξε A.R.2.106; παίει τε λ. πύξ Philem.1.6 D.: also in late Prose, Luc.Asin.31, al.:—for the form cf. γνύξ, πύξ, ὀδάξ.

German (Pape)

[Seite 15] mit der Ferse, mit dem Fuße hinten ausschlagend, stoßend, λὰξ ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος, Il. 6, 65. 16, 503, λὰξ ἔνθορεν, Od. 17, 233, u. milder, λὰξ ποδὶ κινήσας, Il. 10, 157 Od. 15, 44, durch einen Stoß mit dem Fuße; Theogn. 815 u. a. D.; bei B. A. 106 wird λὰξ βῆ ναι, πατῆσαι für attisch erkl.; vgl. noch Aesch. πάντα ταῦτα λὰξ ὁρῶ πατούμενα, Eum. 110, wie Ch. 633; μηδέ νιν ἀθέῳ ποδὶ λὰξ ἀτίσῃς Eum. 513; öfter bei Sp., λὰξ κινεῖν πρός τινα, Luc. Asin. 31; sprichwörtlich πὺξ καὶ λάξ, mit Hand u. Fuß, mit allen Kräften. Viele Alte nahmen es als subst., Hesych. erkl. λάκτισμα, Schol. Ap. Rh. 2, 106 ὁ ὑπὸ τοὺς δακτύλους τοῦ ποδὸς ψόφος (τόπος); aber Ap. Dysc. de adv. 551, 13 verwirft diese Annahme.

Greek (Liddell-Scott)

λάξ: ἐπίρρ. διὰ τοῦ ποδός, «τῷ πλάτει τοῦ ποδός» (Σχόλ.), λὰξ ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος Ἰλ. Ζ. 65, πρβλ. Π. 503· οὕτω, λὰξ προσβὰς Ε. 620., Π. 863· λὰξ ποδὶ κινήσας, «τῷ πλάτει τοῦ ποδὸς νύξας καὶ διακινήσας, οὐχ ὑβριστικῶς λακτίσας» (Ἡσύχ.), Κ. 158, Ὀδ. Ο. 45· λὰξ ἔνθορεν Ρ. 233· ― οὕτω μετέπειτα, κρατερῷ ποδὶ λ. ἐπιβαίνειν Θέογν. 315· λὰξ ἐπίβα δήμῳ ὁ αὐτ. 847· λὰξ πατεῖσθαι (πρβλ. λάγδην), καταπατεῖσθαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 110, πρβλ. Χο. 644· ἀθέῳ ποδὶ λ. ἀτενίζειν ὁ αὐτ. εἰς Εὐμ. 540· λ. ἐπορούειν, τύπτειν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 106, κτλ.· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λουκ. π. Ὄν. 41, κ. ἀλλ.· ― περὶ τοῦ τύπου πρβλ. γνύξ, πύξ, ὀδάξ. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξ. λάγδην, λακ-τίζω, λακπάτητος· ἡ ῥίζα αὕτη φαίνεται ὅτι ἦτο ΚΑΛΚ, πρβλ. Λατ. calx (calc-is), calc-ar, calceus, calc-are, calc-itare· Λιθ. kul-nis (calx)· Ἀρχ. Σκανδιν. hœll).

French (Bailly abrégé)

adv.
avec le pied : λὰξ ἐν στήθεσσι βαίνειν IL poser le pied sur la poitrine (d’un ennemi renversé) ; λὰξ πατεῖν ESCHL fouler aux pieds, mettre le pied sur qqn, piétiner sur lui.
Étymologie: p. *κλάξ, cf. lat. calx.

English (Autenrieth)

adv., with the heel, with ποδί, Il. 10.158 and Od. 15.45.

Greek Monotonic

λάξ: επίρρ., με τα πόδια, με τις κλωτσιές, σε Όμηρ., Αισχύλ.· λὰξ πατεῖσθαι, να καταπατηθείς, να ποδοπατηθείς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λάξ: I adv. пятой, ногой: λ. (προσ)βάς Hom. наступив ногой; λ. ποδὶ κινήσας Hom. пошевеливая (спящего Диомеда) ногой; λ. πατεῖσθαι Aesch. быть попираемым ногами.
II τό indecl. удар ногой или копытом, пинок (εἶχεν ἀεὶ τοῦτο τὸ λ. Luc.): λ. κινῆσαι πρός τινα Luc. лягнуть кого-л.