ὑπεραλγής

From LSJ
Revision as of 05:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεραλγής Medium diacritics: ὑπεραλγής Low diacritics: υπεραλγής Capitals: ΥΠΕΡΑΛΓΗΣ
Transliteration A: hyperalgḗs Transliteration B: hyperalgēs Transliteration C: yperalgis Beta Code: u(peralgh/s

English (LSJ)

ές,

   A exceedingly grievous, τὸν ὑ. χόλον S.El.176 (lyr.).    2 suffering excessively, Plb.3.79.12.

German (Pape)

[Seite 1190] ές, gen. έος, übermäßigen Schmerz empfindend; χόλος, Soph. El. 176; Pol. 3, 79, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραλγής: -ές, γεν. έος, ὑπερβαλλόντως ἀλγεινός, θλιβερός, τὸν ὑπ. χόλον Σοφ. Ἠλ. 176. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπεραλγῆ χόλον· ἄγαν ὀδυνηρόν, λυπηρόν». 2) ὁ πάσχων ἢ ἀλγῶν ὑπερβαλλόντως, πλήρης πόνου, Πολύβ. 3. 79, 12.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très pénible.
Étymologie: ὑπέρ, ἄλγος.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που προκαλεί έντονο άλγος, πολύ οδυνηρός
2. αυτός που νιώθει βαθιά οδύνη, που πονάει πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. ἐν-αλγής, περι-αλγής].

Greek Monotonic

ὑπεραλγής: -ές, γεν. -έος, υπερβολικά οδυνηρός, θλιβερός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεραλγής: 1) крайне мучительный (χόλος Soph.);
2) тяжело страдающий (διά τι Polyb.).