γυιοπέδη
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ἡ,
A fetter: in pl., Pi.P.2.41, A.Pr.169 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 508] ἡ, Fußfessel, Fußschlinge, Pind. P. 2, 41; Aesch. Pr. 175.
Greek (Liddell-Scott)
γυιοπέδη: ἡ, πέδη τῶν γυίων, χειροπέδη καὶ ποδοκάκη, Πίνδ. Π. 2. 41, Αἰσχύλ. Πρ. 168, κατὰ πληθ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
entraves pour les pieds.
Étymologie: γυῖον, πέδη.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
plu. grilletes ἐν δ' ἀφύκτοισι γυιοπέδαις Pi.P.2.41, κρατεραῖς ἐν γυιοπέδαις A.Pr.168
•en sg. fig. τοίην γυιοπέδην τεχνάζεται ἰχθύσι νάρκη Opp.H.2.85, γυιοπέδην ἀσίδηρον ἔχων con un grillete no hecho de hierro ref. a unas palabras mágicas que paralizan, Nonn.D.13.488, cf. 36.365.
Greek Monolingual
γυιοπέδη η (Α)
δεσμά για τα χέρια, χειροπέδη, ή για τα πόδια, ποδοκάκκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + πέδη «δεσμός ποδιών ή χεριών»].
Greek Monotonic
γυιοπέδη: ἡ, τα δεσμά των μελών του σώματος, χεριών και ποδιών, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
γυιοπέδη: ἡ ножные оковы Pind., Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυιοπέδη -ης, ἡ [γυῖον, πέδη] alleen plur., poët. voetboeien.