διαδηλόω

From LSJ
Revision as of 06:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδηλόω Medium diacritics: διαδηλόω Low diacritics: διαδηλόω Capitals: ΔΙΑΔΗΛΟΩ
Transliteration A: diadēlóō Transliteration B: diadēloō Transliteration C: diadiloo Beta Code: diadhlo/w

English (LSJ)

   A make manifest, indicate clearly, PRev. Laws 16.17 (iii B. C.), J.BJ6.9.3, Plu.Caes.6, D.L.4.46, S.E.M.7.87, D.C.40.17.

German (Pape)

[Seite 576] ganz deutlich machen, offenbaren, Plut. Caes. 7; D. L. 4, 46; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

διαδηλόω: ποιῶ κατάδηλον, φανερώνω ἐντελῶς, Πλούτ. Καίσ. 6, Διογ. Λ. 4. 46, Ἰώσηπ. Ι. Π. 6. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. διεδήλουν;
rendre tout à fait évident.
Étymologie: διάδηλος.

Spanish (DGE)

I tr.
1 mostrar, evidenciar, poner de manifiesto c. interr. indir. (ἡ νοῦσος) ἐν ταύτῃσι ἡμέρῃσι διαδηλοῖ εἰ θανάσιμος ἢ οὔ Hp.Int.39
c. ac. de abstr. τὴν ἀκμὴν τῆς πόλεως διαδηλῶσαι Νέρωνι I.BI 6.422, cf. D.L.4.46, ὥσπερ οὐδὲ ἐκεῖνα (τὰ ὑποκείμενα) τὴν ἀλλήλων διαδηλοῖ φύσιν S.E.M.7.87, cf. D.C.40.17.2, 43.35.3, ἡδεῖαν διαδηλοῖ φύσιν Aristid.Quint.116.23, cf. 19
representar gráficamente διεδήλου δὲ γράμμασι τὰ Κιμβρικὰ κατορθώματα Plu.Caes.6.
2 ref. al lenguaje, oral o escrito manifestar, dar a conocer διαδηλοῦντες ὅσον ἦν τὸ π[εριὸν ἐκ] τοῦ ἐπάνω χρόνου PRev.Laws 16.17 (III a.C.), cf. PVindob.Boswinkel 1.15 (I d.C.), πάντα ἀλλήλοις διεδήλουν D.C.46.36.5, τὰ ... πλείω ἐς σανίδας γράφων διηδέλου D.C.60.13.5.
II intr. manifestarse διαδηλοῖ δὲ ταῦτα ἐν τῇσιν ἑπτὰ ἡμέρῃσιν Hp.Morb.1.26, cf. 3.15.

Greek Monotonic

διαδηλόω: μέλ. -ώσω, φανερώνω, κάνω κάτι εμφανές, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διαδηλόω: пояснять, обозначать (γράμμασί τι Plut. и τινα Diog. L.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαδηλόω [διάδηλος] duidelijk maken.