σκίπων

From LSJ
Revision as of 08:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκίπων Medium diacritics: σκίπων Low diacritics: σκίπων Capitals: ΣΚΙΠΩΝ
Transliteration A: skípōn Transliteration B: skipōn Transliteration C: skipon Beta Code: ski/pwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, (σκίμπτομαι)

   A = σκῆπτρον, staff, Hdt.4.172, E.Hec. 65 (anap.), Cratin.239, Ar.V.727; crutch, Hp.Art.52, IG42(1).121.111 (Epid., iv B.C.); σ., γεροντικὸν ὅπλον Call.Epigr.1.7, cf. Iamb. 1.134.—The form σκίμπων occurs as v.l. in Hdt. l.c., E. l.c., etc.; σκήπων v.l. in AP6.293 (Leon.), 294 (Phan.), 7.65 (Antip.), Call. Epigr.l.c., etc., recognized also by Hdn.Epim.127, Theognost.Can.34.

German (Pape)

[Seite 899] ὁ, = σκήπτων, Stab, Stock; zuerst bei Her. 4, 172; oft mit σκήπων verwechselt, Jac. A. P. p. 198; auch σκίμπων u. σκίμπτων findet sich; lat. scipio.

Greek (Liddell-Scott)

σκίπων: -ωνος, ὁ, (σκίμπτομαι) = σκῆπτρον, «βακτηρία, ῥάβδος» Ἡσύχ., Ἡρόδ. 4. 172, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820, Εὐρ. Ἑκ. 65, Κρατῖν. ἐν «Χειρ.» 2, Ἀριστοφ. Σφ. 727· σκ., γεροντικὸν ὅπλον Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 7. ― Ὁ τύπος σκίμπων ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἡρόδ., Εὐρ., κλπ.· σκήπων ἐν Ἀνθ. Π. 6. 293, 294., 7. 65, 89, κτλ., μνημονεύεται δὲ καὶ παρ’ Ἡρῳδιαν. ἐν Ἐπιμερ. 127, Θεόγνωστ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 2. 34· τὸ Λατ. κύρ. ὄνομα Scipio ἑρμηνεύεται Σκιπίων παρὰ Παυσ. 8. 30, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 2656b (σ. 1107), Σκιπίων ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλουτ., κλπ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμμ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ζ΄, σελ. 358.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
bâton, houlette.
Étymologie: R. Σκιπ, s’appuyer ; cf. σκίμπτομαι.

Greek Monolingual

και σκίμπων και σκήπων, -ωνος, ὁ, Α
1. σκήπτρο
2. βακτηρία, μπαστούνισκίπων, γεροντικὸν ὅπλον», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ιων. και ποιητ. τ. του σκῆπτρον με επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. κύφων, δόλων) που συνδέεται με το λατ. scipio, -iōnis «βακτηρία, μπαστούνι» και το ρ. σκίμπτομαι. Κατά την επικρατέστερη άποψη, οι τ. εντάσσονται στην οικογένεια του σκήπτω με δυσερμήνευτη ωστόσο εναλλαγή στη ρίζα μακρόφωνης διφθόγγου -ᾱι- και φωνηεντισμού -ι-: skāi- / ski- (πρβλ. και λ. σκιά). Ο παρλλ. τ. σκήπων εμφανίζει τον φωνηεντισμό τών σκῆπτρον, σκήπτω, ενώ ο τ. σκίμπων έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το σκίμπτομαι.

Greek Monotonic

σκίπων: [ῑ], -ωνος, ὁ, = σκῆπτρον, ραβδί, μπαστούνι, βακτηρία, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

σκίπων: ωνος (ῑ) ὁ палка, посох, жезл Her., Eur. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκίπων -ωνος, ὁ staf, stok; kruk (om mee te lopen).