σταύρωμα

From LSJ
Revision as of 08:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Νέμεσιν φυλάσσου, μηδὲν ὑπέρογκον ποίει → Nemesin caveto: longe fuge superbiam → Hab Acht vor Nemesis und tu nichts über's Maß

Menander, Monostichoi, 374
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταύρωμα Medium diacritics: σταύρωμα Low diacritics: σταύρωμα Capitals: ΣΤΑΥΡΩΜΑ
Transliteration A: staúrōma Transliteration B: staurōma Transliteration C: stayroma Beta Code: stau/rwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A palisade or stockade, Th.5.10, 6.64,74, X. HG3.2.3, etc.

German (Pape)

[Seite 930] τό, ein mit Spitzpfählen od. Pallisaden umgebener und befestigter Ort; Thuc. 5, 10. 6, 100; Xen. An. 5, 2, 15. 19 Hell. 3, 2, 3 u. öfter, u. Folgende.

Greek (Liddell-Scott)

σταύρωμα: τό, περίφραγμα διὰ πασσάλων, χαράκωμα, Λατιν. vallum, Θουκ. 5. 10., 6. 64, 74, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
clôture de pieux, palissade.
Étymologie: σταυρόω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ [[σταυρῶ, -ώνω]]
νεοελλ.
1. ο σχηματισμός του σημείου του σταυρού ως ευχή σε κάποιον ή για ξεμάτιασμα
2. ταλαιπωρία, συνεχής παρενόχληση
3. η πρώτη σχηματοποίηση του εμβρύου τών πτηνών στα αβγά
4. τεχνολ. η αλλαγή της θέσης τών ελαστικών στα τετράτροχα οχήματα χιαστί, για να επιτευχθεί ομοιόμορφη φθορά του πέλματός τους
νεοελλ.-μσν.
η προσήλωση σε σταυρό, ο σταυρικός θάνατος
αρχ.
περίφραξη με πασσάλους, περιχαράκωση.

Greek Monotonic

σταύρωμα: -ατος, τό, περίφραγμα με πασσάλους, χαράκωμα, Λατ. vallum, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σταύρωμα: ατος τό частокол, заграждение Thuc., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταύρωμα -ατος, τό [σταυρόω] palissade.