συναιχμάλωτος

From LSJ
Revision as of 13:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναιχμᾰλωτος Medium diacritics: συναιχμάλωτος Low diacritics: συναιχμάλωτος Capitals: ΣΥΝΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: synaichmálōtos Transliteration B: synaichmalōtos Transliteration C: synaichmalotos Beta Code: sunaixma/lwtos

English (LSJ)

ὁ,

   A fellow-prisoner, Ep.Rom.16.7, Luc.Asin.27:—fem. συναιχμᾰλώτ-ωτις, ιδος, Conon 13 (pl.).

German (Pape)

[Seite 997] mit kriegsgefangen, N. T., Luc. asin. 27.

Greek (Liddell-Scott)

συναιχμάλωτος: -ον, ὁ καὶ αὐτὸς αἰχμάλωτος, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ις΄, 7, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄνος 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de captivité.
Étymologie: σύν, αἰχμάλωτος.

English (Strong)

from σύν and αἰχμάλωτος; a co-captive: fellowprisoner.

English (Thayer)

συναιχμαλωτου, ὁ, a fellow-prisoner (Vulg. concaptivus): Lucian, asin. 27). (Cf. Lightfoot on Colossians , the passage cited; Fritzsche, Commentary on Romans , vol. i., p. 21note.)

Greek Monolingual

ο, θηλ. συναιχμαλωτίς, -ίδος, Α
ο επίσης αιχμάλωτος, αυτός που έχει συλληφθεί και κρατείται μαζί με άλλους.

Greek Monotonic

συναιχμάλωτος: -ον, αυτός που είναι επίσης αιχμάλωτος, φυλακισμένος, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναιχμάλωτος -ον [σύν, αἰχμάλωτος] medegevangene.

Russian (Dvoretsky)

συναιχμάλωτος: ὁ вместе находящийся в плену, товарищ по плену Luc., NT.