θωμός
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ὁ,
A heap, A.Ag.295, Ar.Lys.973, Thphr.HP8.11.4, AP6.299 (Phan.): metaph., θ. ψηφισμάτων Ar.Fr.217. (Like θημών, fr. I.-E. dhē-, τί-θημι.)
German (Pape)
[Seite 1230] ὁ (θεω, τίθημι), Hause, nach Thom. Mag. att, für θημών; γραίας ἐρείκης θωμόν Aesch. Ag. 286; Ar. Lys. 973; sp. D., wie Phani. 5 (VI, 299). Auch Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
θωμός: ὁ, = σωρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 295, Ἀριστοφ. Λυσ. 973, Ἀποσπ. 19, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 4, Ἀνθ. Π. 6. 299, Ἡσύχ. – (ὡς τὸ θημών, ἐκ τῆς √ΘΕ, τίθημι).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
tas (de blé, de paille).
Étymologie: R. Θε, poser.
Greek Monolingual
θωμός, ὁ (Α)
1. σωρός, στοίβα
2. μτφ. πλήθος («θωμὸς ψηφισμάτων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στη ρίζα dhē- (-θη-) του τί-θη-μι, της οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα θω- (πρβλ. γοτθ. doms, το αρχ. σαξ. dōm και το αρχ. άνω γερμ. tuom, όλα με τη σημασία «γνώμη, κρίση», ίσως δε και με τον φρυγ. τ. δούμος, (ονομασία θρησκευτικής αδελφότητας). Βλ. και λ. θω-ή].
Greek Monotonic
θωμός: ὁ, = σωρός, σωρός, σε Αισχύλ. (όπως το θημών, από το τί-θημι).
Russian (Dvoretsky)
θωμός: ὁ1) куча, груда (γραίας ἐρείκης Aesch.);
2) куча соломы Arph.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: heap (A., Ar., Thphr.) with θωμεῦσαι συμμῖξαι, συναγαγεῖν H.
Origin: IE [Indo-European] [235] *dʰeh₁- set, lay
Etymology: Identical with a German. word for judgement, opinion, situation etc., Goth. doms, OWNo. dōmr, OE dōm, OHG tuom, and perhaps with Phryg. δουμος a religious association (Solmsen KZ 34, 53); old verbal noun of IE dheh₁- set, lay (s. τίθημι), so orig, setting etc.; cf. θέσις, θέμις, θημών.