κτέρας
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
English (LSJ)
τό,
A = κτέανον, possession, Il.10.216, 24.235, cj. in Simon. 107.9, Trag.Adesp. in Gött.Nachr.1922.27. 2 gift., A.R.4.1550.
German (Pape)
[Seite 1518] ατος, τό, = κτέαρ, κτῆμα, Besitz; Il. 10, 216. 24, 235 u. sp. D., wie Ap. Rh. u. Coluth. – S. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κτέρας: τό, = κτέανον, κτῆσις, κτῆμα, Ἰλ. Κ. 216, Ω. 235, Σιμων. 112. 2) δῶρον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1550.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
bien, possession.
Étymologie: cf. κτέρεα.
English (Autenrieth)
= κτέαρ, Il. 10.216 and Il. 24.235.
Greek Monolingual
κτέρας, τὸ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. κτήση, κτήμα, ιδιοκτησία
2. δώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιες παραμένουν τόσο η σύνδεση της λ. με τον τ. κτήμα όσο και η αναγωγή της σε θ. κτερ- «καίω». Ο τ. κτέρας μαρτυρείται μόνο στην ονομ. και αιτ. ενώ απαντά συχνότερα ο τ. του πληθ. κτέρεα, που σχηματίστηκε αναλογικά προς τη γεν. πληθ. κτερέων < κτεράων και χρησιμοποιούνταν με σημ. «νεκρικές προσφορές ή τιμές»].
Greek Monotonic
κτέρας: τό = κτέανον, κτήση, απόκτημα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κτέρας: τό Hom. (только nom. и acc. sing.) = κτέανον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτέρας, τό alleen nom. / acc., bezit.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. (only nom.)
Meaning: gift (K 216, Ω 235, A. R. 4, 1550), usu. pl. κτέρεα, -έων gifts for the dead, offer (Il.)
Other forms: on -ας : -εα Schwyzer 515, Chantraine Gramm. hom. 1, 210)
Compounds: As 2. member in ἀ-κτερής unburied (Orac. Sibyll., H.).
Derivatives: κτερε-ΐζω (-ίξω, -ίξαι), also with ἐν-, ἐπι-, συν-, (Il.) and κτερ-ίζω (-ιω, -ίσαι; Il.) bring gifts for the dead, bury ceremoniously (Schwyzer 735, Debrunner IF 40, 107ff., Ruijgh L'élém. ach. 83) with κτερίσματα pl. = κτέρεα (S., E.), -ισταί H. (= ταφῆες), ἀ-κτέριστος (S., Lyc.),-έϊστος (AP). On κτέρεα κτερεΐζειν Mylonas AmJArch. 52, 56ff.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Here also κτέρες νεκροί H., prob. constructed backformation (Solmsen IF 3, 98; against this Fraenkel Nom. ag. 1, 68); further prob. Πολύ-κτωρ (Hom.; after it Γανύ-κτωρ Plu., Paus.) as "much-spender" (Fraenkel l.c. with Solmsen; diff. [to κτάομαι] Schulze Kl. Schr. 79). Quite uncertain διάκτορος, s. v. No etymology; wrong ideas in Bq. S. also Arena, Ist. Lomb. 98 (1964) 3-32.