έπω
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
Greek Monolingual
(I)
ἕπω (Α)
ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («τὸν δ’ εὗρ’ ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε ἕποντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. sep «ασχολούμαι, τιμώ». Συνδέεται με το αρχ. ινδ. sapati «περιποιούμαι, αποδίδω σεβασμό» και το παρεκτεταμένο λατ. sepel -io «θάβω». Συγγενείς πιθ. οι τ. δί-οπος «κυβερνήτης πλοίου» και όπ-λον, με ετεροιωμένη βαθμίδα καθώς και επ-η -τύς με παρέκταση -η- (πρβλ. εδ-η -τύς) και ψίλωση. Ενωρίς επήλθε σύγχυση του έπω με το έπομαι, η οποία κατέληξε στην εξαφάνιση του πρώτου.
ΣΥΝΘ. (Β’ συνθετικό) αμφ(ι)έπω, διέπω, εφέπω, μεθέπω.
(II)
ἕπω (Α)
(μόνο στη μέση φωνή) έπομαι.
(III)
ἕπω (Α)
αποκαλῶ, ονομάζω.