διαπυρσεύω

From LSJ
Revision as of 12:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπυρσεύω Medium diacritics: διαπυρσεύω Low diacritics: διαπυρσεύω Capitals: ΔΙΑΠΥΡΣΕΥΩ
Transliteration A: diapyrseúō Transliteration B: diapyrseuō Transliteration C: diapyrseyo Beta Code: diapurseu/w

English (LSJ)

   A communicate by beacon, τινί App.Mith.79: metaph., blazon abroad as by beacon-fires, τὰς πράξεις τῇ δόξῃ εἰς ἅπαντας τοὺς ἀνθρώπους Plu.Demetr.8: c.gen., Philostr.VA2.22 (v.l.διαπῠρ-πυρσαίνω): —Med., make signals by beacons, Plb.1.19.7.

German (Pape)

[Seite 599] dasselbe, Plut. Demetr. 8, τὰς πράξεις τῇ δόξῃ εἰς ἅπαντας ὰνθρώπους. – Med., ein Feuerzeichen geben, πρός τινα, Pol. 1, 19.

Greek (Liddell-Scott)

διαπυρσεύω: καταφωτίζω ὡς διὰ πυρσοῦ, Πλούτ. Δημητρ. 8· μετὰ γεν., Φιλόστρ. 74 (δι. γρ. -πυρσαίνω)·― κάμνω σημεῖα διὰ πυρσῶν, Πολύβ. 1. 19, 7.

French (Bailly abrégé)

éclairer avec une torche.
Étymologie: διά, πυρσεύω.

Spanish (DGE)

1 hacer señales con fuego c. dat. de pers. Μιθριδάτῃ διεπύρσευσεν avisó a Mitrídates con señales de fuego App.Mith.79, tb. en v. med. abs. τοῦ δ' Ἀννίβου διαπυρσευομένου Plb.1.19.7
fig. mostrar como una antorcha c. dat. instrum. ταχὺ τῇ δόξῃ διαπυρσεύσειν εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους τὰς πράξεις Plu.Demetr.8.
2 iluminar con fuego c. gen. διαπυρσεύοντα τοῦ οὐρανοῦ (el sol) atravesando el cielo con su antorcha Philostr.VA 2.22.

Greek Monolingual

διαπυρσεύω (Α)
1. φωτίζω με πυρσό
2. κάνω σήματα με πυρσό
3. κοινολογώ, διαδίδω.

Greek Monotonic

διαπυρσεύω: μέλ. -σω, ρίχνω φως πάνω σε, φωτίζω, με αιτ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διαπυρσεύω:
1) досл. освещать (словно) факелом, перен. делать известным, прославлять (τῇ δόξῃ τὰς πράξεις εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους Plut.);
2) med. подавать огненные сигналы (πρός τινα Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πυρσεύω bekend maken (als door vuursignalen).

Middle Liddell

fut. σω
to throw a light over, c. acc., Plut.