δυσεξέλικτος

From LSJ
Revision as of 13:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξέλικτος Medium diacritics: δυσεξέλικτος Low diacritics: δυσεξέλικτος Capitals: ΔΥΣΕΞΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: dysexéliktos Transliteration B: dysexeliktos Transliteration C: dysekseliktos Beta Code: dusece/liktos

English (LSJ)

ον,

   A hard to unfold, involved, πλοκή D.H.Th.29, cf. Amm.2.2, Plu.Brut.13; δυσεξέλικτα κυματούμενος κλύδων Luc.Trag.25; twisted, contorted, ὀδόντες Ael.NA14.8.

German (Pape)

[Seite 679] schwer zu entwickeln, zu erklären; πλοκή Dion. Hal. iud. Thuc. 29; καὶ δύσφορον βούλευμα Plut. Brut. 13.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξέλικτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐκτυλισσόμενος, Διον. Ἁλ. π. Ἀμμ. 2, Πλούτ. Βρούτ. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à dérouler, à développer ; difficile à expliquer.
Étymologie: δυσ-, ἐξελίσσω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de desenredar, difícil de explicar, complejo πλοκή D.H.Th.29.4, cf. 24.8, Amm.2.16.1, Gr.Thaum.Pan.Or.7.55, βούλευμα Plu.Brut.13, κινήσεις δυσεξελίκτους ἀνακυκλεῖν realizar giros complejos de elefantes amaestrados, Plu.2.968c.
2 del que es difícil salir, inextricable δεσμός E.Hipp.1237, λαβύρινθος ref. a la filosofía, Gr.Thaum.Pan.Or.14.69, καμπαί de un laberinto, Tz.H.11.549
neutr. plu. como adv. δυσεξέλικτα κυματούμενος ... κλύδων Luc.Trag.25
del que es difícil desprenderse ὀδόντες de la anguila cuando los clava, Ael.NA 14.8.
II adv. -ως de forma inexplicable, sin sentido ὅταν δ. ἀναπολῶσι τὰ αὐτὰ πολλάκις Sch.Pi.N.7.155b.

Greek Monolingual

δυσεξέλικτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται
2. δυσεξήγητος
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δυσεξέλικτα
με δύσκολους ελιγμούς.

Greek Monotonic

δυσεξέλικτος: -ον (ἐξελίσσω), αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται, εκτυλίσσεται, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξέλικτος: который трудно развить, т. е. крайне сложный, запутанный (κινήσεις, βούλευμα Plut.).

Middle Liddell

δυσ-εξέλικτος, ον ἐξελίσσω
hard to unfold, Plut.