εὐπερίστατος

From LSJ
Revision as of 14:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπερίστᾰτος Medium diacritics: εὐπερίστατος Low diacritics: ευπερίστατος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: euperístatos Transliteration B: euperistatos Transliteration C: efperistatos Beta Code: eu)peri/statos

English (LSJ)

ον,

   A easily besetting, ἁμαρτία Ep.Hebr.12.1; perh. leading to distress, cf. περίστασις; εὐπερίστατον, = εὔκολον, εὐχερῆ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίστᾰτος: -ον, εὐκόλως περιβάλλων, περιπλέκων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ιβʹ, 1. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «εὐπερίστατον· εὔκολον, εὐχερῆ», πρβλ. κ. Σουΐδ. καὶ Φώτ. ἐν λ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui circonvient facilement.
Étymologie: εὖ, περιΐστημι.

English (Strong)

from εὖ and a derivative of a presumed compound of περί and ἵστημι; well standing around, i.e. (a competitor) thwarting (a racer) in every direction (figuratively, of sin in genitive case): which doth so easily beset.

English (Thayer)

εὐπερίστατον (from εὖ and περιστημι), skilfully surrounding i. e. besetting, namely, to prevent or retard running: Isocrates 135e.), well or much admired (cf. R. V. marginal reading)). (Not found elsewhere.)

Greek Monolingual

εὐπερίστατος, -ον (Α)
1. αυτός που περιβάλλει, που περικλείει εύκολα
2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔκολος, εὐχερής»
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «μωρός, ταχέως περιτρεπόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-στατος (< περι-ίσταμαι)].

Greek Monotonic

εὐπερίστᾰτος: -ον (περιστῆναι), αυτός που περιβάλλει με ευκολία, που ριζώνει εύκολα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

εὐπερίστατος: легко обступающий, т. е. опутывающий (ἁμαρτία NT).

Middle Liddell

εὐ-περίστᾰτος, ον περιστῆναι
easily besetting, NTest.