βλαστήσω

From LSJ
Revision as of 17:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek (Liddell-Scott)

βλαστήσω: Τραγικ. Ἄδηλ. 269 (Wagner), Θεόφρ., ἀόρ. β΄ ἔβλαστον Σοφ., κτλ.· ὡσαύτως ἀόρ. α΄ ἐβλάστησα Ἐμπεδ., Ἱππ., κτλ., ἀλλ΄ οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ.· πρκμ. βεβλάστηκα Ἱππ., Πλούτ.· ἐβλάστηκα Εὐρ. 1. Α. 595, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 41· ὑπερσυντ. ἐβεβλαστήκει (ἀλλὰ διορθοῦται νῦν εἰς ἐπεβλαστήκει) Θουκ. 3. 26. (Ἐκ √ΒΛΑΣΤ παράγονται καὶ τὰ βλάστη, βλαστός. Ἐν τῇ Σανσκριτ. ὑπάρχει μετοχή τις vriddhas (adullus), ὁπόθεν ὁ Κούρτιος ὑποθέτει √vardh ἢ vradh,=√Ϝλαθ ἢ βλαθ, ἐξ ἧς βλαστ) Ἐκβάλλω βλαστόν, φυτρώνω, ἀναδίδω, κυρίως ἐπὶ φυτῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 594, Σοφ. Ο. Κ. 697, Θουκ. 3. 26, κτλ.· ὁ βλαστὸς οὐκ ἔβλαστε Σοφ. Ἀποσπ. 314· εἰς ἴα σου…., καὶ εἰς κρίνα βλαστήσειεν ὀστέα Ἐπιτύμβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5759. 2) μεταφ. παρὰ ποιητ., φυτρώνω, παρουσιάζομαι, ἔρχομαι εἰς φῶς, ἀποκαλύπτομαι, ἔβλαστε νᾶσος ἐξ ἁλός, περὶ τῆς Δήλου, Πίνδ. Ο. 7. 127· ἐπὶ τέκνων, γεννῶμαι, ὁ αὐτ. Ν. 8. 12· ἀνθρώπου φύσιν βλαστών, γεννηθεὶς μὲ ἀνθρωπίνην φύσιν, Σοφ. Αἴ. 761, πρβλ. Ο. Τ. 1376, Ἠλ. 440· ἄργυρος, κακὸν νόμισμ΄ ἔβλαστε ὁ αυτ. Ἀντ. 286· βλ. δ΄ ἀπιστία ὁ αὐτ. Ο. Κ. 611, πρβλ. Ἠλ. 1095, κτλ.· οὐχὶ κοινὸν παρὰ πεζοῖς, Θουκ. ἔνθ΄ ἀνωτ., Πλάτ. Πολ. 498Β, Φαίδρ. 251Β. II. Μτβ., κάμνω τι νὰ βλαστήσῃ, ἐνεργῶ βλάστησιν, παράγω, πολλαπλασιάζω, κατ΄ ἐνεστ., Ἱππ. 383. 20· μελλ. βλαστήσω Τραγικ. Ἄδηλ. 269 Wagner· τὸ πλεῖστον κατ΄ ἀόρ. α΄ ἐβλάστησα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1131· θεός… ἄμπελον ἐβλάστησεν Νόνν. Δ. 36. 356· οὕτω παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Γεν. α’, 11, Ἀριθ. ιζ’, 8)· πρβλ. ἐκβλαστάνω.

French (Bailly abrégé)

f. de βλαστάνω.

Russian (Dvoretsky)

βλαστήσω: fut. к βλαστάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλαστήσω indic. fut. van βλαστάνω.