βάδισις

From LSJ
Revision as of 17:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάδῐσις Medium diacritics: βάδισις Low diacritics: βάδισις Capitals: ΒΑΔΙΣΙΣ
Transliteration A: bádisis Transliteration B: badisis Transliteration C: vadisis Beta Code: ba/disis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ,

   A walking, going, Ar.Pl.334; βαδίσει χρῆσθαι Hp.Aër.15; of hares, τεχνάζειν τῇ β. X.Cyn.8.3; opp. πτῆσις, ἅλσις, Arist.EN1174a31.

German (Pape)

[Seite 423] ἡ, das Einherschreiten, der Gang, Ar. Plut. 334; Arist. Eth. 10, 4, 3 u. sonst; vom Hafen Xen. Cyn. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

βάδισις: -εως, ἡ, τὸ βαδίζειν, πορεύεσθαι, τὸ περιπάτημα, Ἀριστοφ. Πλ. 334· βαδίσει χρῆσθαι Ἱππ. π. Ἀέρ. 290· ἐπὶ λαγωῶν, Ξεν. Κυν. 8, 3· ἀντίθ. τῷ πτῆσις, ἅλσις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
marche.
Étymologie: βαδίζω.

Spanish (DGE)

(βάδῐσις) -εως, ἡ

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 acción de caminar, marcha a pie, paso ὀλίγῃ τε χρέονται βαδίσει usan poco la marcha a pie Hp.Aër.15, τῇ βαδίσει καὶ τῷ τάχει por su andar y su prisa Ar.Pl.334, πρὶν ἂν βαδίσῃ τινὰ ἀριθμὸν βαδίσεων Ael.NA 3.42, de la carrera de la liebre ἅμα ... εἴθισται τεχνάζειν τῇ βαδίσει διὰ τὸ διώκεσθαι X.Cyn.8.3, β. ἀσθενής Ael.Fr.37, ἕνεκα βαδίσεως ὑποτεθεῖσθαι ταῦτα τὰ μόρια Gal.17(2).245, cf. 18(1).586, σύμβολον δηλῶν βαδίσεως Olymp.in Alc.151, junto a πτῆσις y ἅλσις como uno de los distintos tipos de κίνησις Arist.EN 1174a31
modo de andar, andares διδάξαντα ... βάδισιν ... παρθένοις ὁμοιοῦσθαι Plu.Thes.23, ἀπὸ τῆς ὄψεως καὶ τῆς βαδίσεως ἐφάνη Plu.Alex.12
en perífrasis ποιεῖσθαι τὴν βάδισιν caminar, marchar Arist.HA 530a10.
2 fig. progreso, avance de la extensión de la lepra ὅτι διάχυσις λέπρας ἐστιν ὡσανεὶ βάδισις Clem.Al.Fr.34
dirección, tendencia de un determinado modo de vida ἴστε ... τῆς ἐμῆς βαδίσεως τὸν τρόπον Chrys.M.62.273.

Greek Monotonic

βάδισις: -εως, ἡ, πορεία, περπάτημα, σε Αριστοφ. λέγεται για λαγούς, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

βάδισις: εως (βᾰ) ἡ
1) хождение, ход (πτῆσις, β., ἅλσις καὶ τὰ τοιαῦτα Arst.): τεχνάζειν τῇ βαδίσει Xen. (о преследуемом зайце) совершать запутанные движения, петлять;
2) поступь, походка (ὄψις καὶ β. Plut.): β. καὶ τάχος Arph. торопливая походка.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάδισις -εως, ἡ βαδίζω
1. het lopen.
2. manier van lopen, gang, loop.