γοερός
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
ά, όν, (γόος) of things,
A mournful, distressful, θρῆνοι Erinna6.8 codd.; πάθη A.Ag.1176 (lyr.); δάκρυα E.Ph.1567 (lyr.); τὸ γ. καὶ ἡσύχιον μέλος Arist.Pr.922b19. II of persons, wailing, lamenting, ἥξει τι μέλος γοερὸν γοεραῖς E.Hec.84; of the nightingale, Call.Lav.Pall.94. Adv. -ρῶς D.T. 629.21, Eust. 1147.9.
German (Pape)
[Seite 500] (γόος), 1) klagend, jammernd; νόμον ἱεῖσα γοερόν Eur. Hel. 188; δάκρυα Phoen. 1567; μέλος Hec. 84; auch Sp. Prof., γοερὸν φθέγγεσθαι Luc. luct. 13; vgl. sacrif. 12. – 2) beklagenswerth, jämmerlich, Aesch. Ag. 1149. – Adv. γοερῶς, Schol. Aesch. Pers. 1049.
Greek (Liddell-Scott)
γοερός: -ά, -όν, (γόος) ἐπὶ πραγμάτων, θλιβερός, λυπηρός, θρῆνοι Ἤριννα 2 Bgk.· πάθη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1176· δάκρυα, γάμος Εὐρ. Φοιν. 1567, κτλ.· τὸ γ. καὶ ἡσύχιον μέλος Ἀριστ. Προβλ. 19. 48. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, θρηνῶν, ὀδυρόμενος, Εὐρ. Ἑκ. 84· ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 94.― Ἐπίρρ. –ρῶς Εὐστ. 1147. 9.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 gémissant (rythme, chant, etc.) ; adv. • γοερὸν φθέγγεσθαι LUC faire entendre des gémissements;
2 qui provoque les gémissements, lamentable.
Étymologie: γόος.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
I 1de abstr. que suscita lamentos πάθη A.A.1176, ἀνίη A.R.4.19, μόρον IUrb.Rom.1393.1, cf. MAMA 1.88.4, IMylasa 493.3.
2 del llanto y la voz plañidero, luctuoso, lastimero δάκρυα E.Ph.1567, ISmyrna 523.8 (II a.C.), νόμον E.Hel.189, μέλος Arist.Pr.922b19, del canto del ruiseñor, Call.Lau.Pall.94, γοερόν τι μυκᾶσθαι mugir de un modo lastimero Luc.Sacr.12, cf. Luct.13, φωνή Adam.2.42, στόματα Mosch.3.15, ὀπωπαί Colluth.338
•tb. de pers. ἥξει τι μέλος γοερὸν γοεραῖς E.Hec.84
•subst. τὸ γ. καὶ θρηνητικόν Plu.2.623a
•neutr. como adv. de un modo lastimero φθεγγόμενοι γ. Ath.174f, γ. περιμηκήσωνται Orph.L.209, ἐσύρισε γ. ὡς ἐρῶν Longus 2.37.3.
II adv. -ῶς con lamentos D.T.629.21, Eust.1147.10.
• Etimología: v. γοάω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γοερός και γοηρός, -ά, -όν) γόος
με γόους, θρηνητικός
αρχ.
αξιοθρήνητος.
Greek Monotonic
γοερός: -ά, -όν (γόος),
I. λέγεται για πράγματα, πένθιμος, θλιβερός, αξιοθρήνητος, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. λέγεται για πρόσωπα, οδυρόμενος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
γοερός:
1) печальный, скорбный, жалобный (δάκρυα Eur.; μέλος Arst.; φωνή Plut.);
2) скорбящий, удрученный печалью (ἥξει τι μέλος γοερὸν γοεραῖς Eur.);
3) повергающий в скорбь (πάθη Aesch.).
Middle Liddell
γόος
I. of things, mournful, lamentable, Aesch., Eur.
II. of persons, lamenting, Eur.