δενδροκοπέω
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
A cut down trees, esp. vines and fruit-trees, X.Mem. 2.1.13; δ. χώραν to waste a country by cutting down the trees, Decr. Byz. ap. D.18.90:—Pass., Corn.ND30.
German (Pape)
[Seite 546] Bäume abhauen, Xen. Mam. 2, 1, 13; χώραν, das Land verwüsten durch Umhauen der Bäume, Dem 18, 90. Vgl. δενδροτομέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couper des arbres ; δ. χώραν DÉM dévaster un pays en coupant les arbres.
Étymologie: δένδρον, κόπτω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. part. no contr. δενδροκοπέοντος Decr. en D.18.90]
talar, devastar τὰν χώραν Decr. en D.l.c., en v. pas. τῆς μὲν χώρας δεδενδροκοπημένης D.S.12.45, cf. Corn.ND 30
•abs. talar los árboles X.Mem.2.1.13.
Greek Monotonic
δενδροκοπέω: μέλ. -ήσω (κόπτω), υλοτομώ, κόβω δέντρα· ιδίως, αμπελώνες και οπωροφόρα δέντρα, σε Ξεν.· δ. χώραν, ερημώνω μια περιοχή απογυμνώνοντάς την από τα δέντρα, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δενδροκοπέω [δένδρον, κόπτω] de bomen kappen (als oorlogstactiek).
Russian (Dvoretsky)
δενδροκοπέω:
1) срубать деревья (σῖτον τέμνειν καὶ δ. Xen.);
2) лишать деревьев, опустошать (χώραν Dem.).
Middle Liddell
κόπτω
to cut down trees, esp. vines and fruit-trees, Xen.; δ. χώραν to waste a country by cutting down the trees, ap. Dem.