δυσθέατος
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
English (LSJ)
ον,
A ill to look on, A.Pr.69 (lyr.), S.Aj.1004. II hard to see, ἀμαυρὸν αἴθυγμα καὶ δ. Plu.2.966b, cf. Ael.NA9.61.
German (Pape)
[Seite 681] 1) widrig anzusehen, schrecklich; θέαμα, πῆμα, Aesch. Prom. 69. 590; ὄμμα, Soph. Ai. 983. – 2) schwer zu sehen, undeutlich, Plut., neben ἀμαυρόν, sol. an. 10; vgl. Ael. H. A. 9, 61.
Greek (Liddell-Scott)
δυσθέᾱτος: -ον, κακόν, δυσάρεστον θέαμα παρέχων, ἀποτρόπαιος, Αἰσχύλ. Πρ. 69, 690, Σοφ. Αἴ. 1004. ΙΙ. δυσκόλως ὁρώμενος, ἀμυδρός, σκοτεινός, Πλούτ. 2. 966Β, Αἰλ. π. Ζ. 9. 61.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à voir, obscur;
2 pénible à voir, affreux.
Étymologie: δυσ-, θεάομαι.
Spanish (DGE)
(δυσθέᾱτος) -ον
1 duro de contemplar θέαμα A.Pr.69, πήματα A.Th.978, Pr.690, ὄμμα S.Ai.1004.
2 difícil de ver ἀμαυρὸν αἴθυγμα καὶ δυσθέατον ἐνιδεῖν Plu.2.966b, cf. Ael.NA 9.61.
Greek Monolingual
δυσθέατος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει άσχημη όψη, απαίσιος
2. αυτός που διακρίνεται δύσκολα.
Greek Monotonic
δυσθέᾱτος: -ον, δυσάρεστος στο θέαμα, αποτρόπαιος, φρικτός, φρικιαστικός, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δυσθέᾱτος:
1) ужасный на вид (θέαμα Aesch.; ὄμμα Soph.);
2) малозаметный, неясный (αἴθυγμα Plut.).
Middle Liddell
δυσ-θέᾱτος, ον
ill to look on, Aesch., Soph.