εἰσπεράω
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
fut. -άσω [ᾱ], Ion. -ήσω,
A pass over into, Χαλκίδα τ' εἰσεπέρησα Hes.Op.655: abs., Orph.A.442.
German (Pape)
[Seite 745] (über das Meer) übersetzen nach einem Orte hin; Χαλκίδα Hes. O. 653; öfter Orph. Arg.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσπεράω: μέλλ. -άσω ᾱ, Ἰων. -ήσω, διαπερῶ ἀπέναντι εἰς, Χαλκίδα τ’ εἰσεπέρησα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 653.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
passer la mer pour aller dans.
Étymologie: εἰς, περάω.
Spanish (DGE)
llegar traspasando un límite, entrar, introducirse c. ac. de lugar Χαλκίδα Hes.Op.655, Ῥοδανοῖο βαθὺν ῥόον A.R.4.627, τινα κοίλην χειήν Opp.H.4.618, c. giro prep. εἰς ἄντρον Orph.A.75, εἰσεπέρησε νεὼς ἄπο Orph.A.442
•fig. μόρον εἰσεπέρησαν ref. la muerte, Opp.H.4.572.
Greek Monotonic
εἰσπεράω: μέλ. -άσω [ᾱ], Ιων. -ήσω, περνώ απέναντι σε, με αιτ., σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσπεράω: ехать морем (ἐπ᾽ ἄεθλα Χαλκίδα εἰσεπέρησα Hes.).