ἐπεγχέω

From LSJ
Revision as of 22:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεγχέω Medium diacritics: ἐπεγχέω Low diacritics: επεγχέω Capitals: ΕΠΕΓΧΕΩ
Transliteration A: epenchéō Transliteration B: epencheō Transliteration C: epegcheo Beta Code: e)pegxe/w

English (LSJ)

poet. ἐπεγ-χεύω Nic.Fr.72.5:—

   A pour in upon or besides, A.Ag.1137 (lyr.), Philox.2.40; ἄλλην [κύλικα] ἐπ' ἄλλῃ E.Cyc.423; pour in fresh water, Hp.Int.1.

German (Pape)

[Seite 908] (s. χέω, ἐπεγχεύῃσι Nicand. Ath. IX, 372 f), dazu-, wieder eingießen; Aesch. Ag. 1108, l. d.; Hippocr. u. Sp.; – ἄλλην ἐπ' ἄλλῃ Eur. Cycl. 423.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεγχέω: μέλλ. -χεῶ, ποιητ. -χεύω, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 372F· -ἐγχέω ἐπὶ ἢ προσέτι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1137, Ἱππ. 532, 23, κτλ.· ἐπεγχέων ἄλλην ἐπ’ ἄλλῃ κύλικα Εὐρ. Κύκλ. 423.

French (Bailly abrégé)

verser encore sur, verser par-dessus.
Étymologie: ἐπί, ἐγχέω.

Greek Monolingual

ἐπεγχέω και ἐπεγχύνω και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM)
1. χύνω επί πλέον ή πάνω σε κάτι («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα», Αισχύλ.)
2. (απλώς) χύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχέω «χύνω»].

Greek Monotonic

ἐπεγχέω: μέλ. -χεῶ, χύνω, διοχετεύω, παρέχω επιπλέον, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεγχέω: 1) подливать, наливать (ἄλλην ἐπ᾽ ἄλλῃ, sc. κύλικα Eur.);
2) проливать слезы, оплакивать (τὸ ἑαυτοῦ πάθος Aesch.).

Middle Liddell

fut. -χεῶ
to pour in besides, Aesch., Eur.