ῥινοῦχος
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ὁ, (
A ῥίς 11) sewer, Str.14.1.21, Gloss.
German (Pape)
[Seite 844] ὁ, Ableitungscanal eines Abtritts, Kkoake, Strab. XIV. Die Ableitung ist zweifelhaft, Koray will es auf ῥοή, ῥέω u. ἔχω zurückführen.
Greek (Liddell-Scott)
ῥινοῦχος: ὁ, (ῥὶς ΙΙ) ὑπόγειος ὀχετός, cloaca, Στράβ. 640.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cloaque, égout.
Étymologie: ῥίς, ἔχω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
υπόγειος οχετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός «αγωγός, προεξοχή» + -οῦχος (< ἔχω)].
Greek Monotonic
ῥινοῦχος: ὁ (ῥίς II), υπόγειος οχετός, υπόνομος, Λατ. cloaca, σε Στράβ.
Middle Liddell
ῥιν-οῦχος, ὁ, [ῥίς II]
a sewer, Lat. cloaca, Strab.