συνοικήτωρ

From LSJ
Revision as of 01:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικήτωρ Medium diacritics: συνοικήτωρ Low diacritics: συνοικήτωρ Capitals: ΣΥΝΟΙΚΗΤΩΡ
Transliteration A: synoikḗtōr Transliteration B: synoikētōr Transliteration C: synoikitor Beta Code: sunoikh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, = foreg.,

   A ξ. ἐμοί A.Eu.833.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui habite ou vit avec.
Étymologie: συνοικέω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνοικήτωρ, -ορος, ὁ, Α
συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ)].

Greek Monotonic

συνοικήτωρ: -ορος, ὁ, συγκάτοικος, σύνοικος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

συνοικήτωρ: ορος живущий вместе (τινί Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοικήτωρ -ορος, ὁ [συνοικέω] samenwonend met, met dat.. Aeschl. Eum. 833.

Middle Liddell

συνοικήτωρ, ορος, ὁ,
a house-fellow, Aesch.