παιδονόμος

From LSJ
Revision as of 04:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδονόμος Medium diacritics: παιδονόμος Low diacritics: παιδονόμος Capitals: ΠΑΙΔΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: paidonómos Transliteration B: paidonomos Transliteration C: paidonomos Beta Code: paidono/mos

English (LSJ)

ὁ, (νέμω)

   A supervisor of education, mostly in pl., of a board of magistrates, as in Crete, Ephor. 149 J.; at Sparta, X.Lac. 2.2; at Miletus, SIG577.26, al. (iii/ii B. C.); at Ephesus, BMus.Inscr. 481*.274 (παιδω- lapis, ii A. D.); in Caria, CIG2715.12 (Stratonicea); of a single magistrate, SIG694.57 (Pergam., ii B. C.); of a woman, Milet.1(7) No.265; παιδονόμος . . ἀριστοκρατικόν Arist.Pol.1300a4, cf. 1336a32.

German (Pape)

[Seite 441] ὁ, eine obrigkeitliche Person, welche die Aufsicht über die Erziehung und Sitten der Knaben hat; Xen. Lac. 2, 2. 11; Arist. pol. 7, 17; in Kreta, Strab. X, 483 u. in Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

παιδονόμος: ὁ, (νέμω) ἄρχων ἐν ταῖς Δωρικαῖς πόλεσιν ἐκ τῶν ἐφορευότων εἰς τὴν ἀνατροφὴν τῶν παίδων, ἐν Κρήτῃ, Ἔφορος παρὰ Στράβ. 483· ἐν Σπάρτῃ, Ξεν. Λακ. 2. 2, πρβλ. 11· ἐν Καρίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2715. 12, 2885. - Κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Πολιτ. 4. 15, 13 «παιδονόμος δὲ καὶ γυναικονόμος ... ἀριστοκρατικόν, δημοκρατικὸν δ’ οὔ .., οὐδ’ ὀλιγαρχικόν», πρβλ. 7. 17. 5· - πρβλ. ὡσαύτως γυναικονόμος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
préposé à l’éducation des enfants ; ὁ παιδονόμος pédonome : magistrat qui surveillait l’éducation des enfants à Sparte ; à Athènes, assistant du gymnasiarque, souvent chargé de faire régner la discipline.
Étymologie: παῖς, νέμω.

Greek Monolingual

ο (Α παιδονόμος)
νεοελλ.
(κατά το παρελθόν) υπάλληλος που είχε ως έργο να επιτηρεί τη συμπεριφορά τών παιδιών, ιδίως έξω από το σχολείο
αρχ.
(στις δωρικές πόλεις) επόπτης της ανατροφής και μόρφωσης τών παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -νόμος (< νέμω), πρβλ. στρατο-νόμος.

Greek Monotonic

παιδονόμος: ὁ (νέμω), ένας από την τάξη των αρχόντων στις Δωρικές πόλεις, αυτός που εποπτεύει την εκπαίδευση των νέων, σε Ξεν., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

παιδονόμος: ὁ педоном (государственный чиновник в дорических государствах, ведающий воспитанием и обучением детей) Xen., Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδονόμος -ου, ὁ [παῖς, νέμω] kinderopzichter, onderwijsinspecteur

Middle Liddell

παιδο-νόμος, ὁ, νέμω
one of a board of magistrates in Dorian States, who superintended the education of youths, Xen., Arist.