πανδοκεύτρια

From LSJ
Revision as of 05:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανδοκεύτρια Medium diacritics: πανδοκεύτρια Low diacritics: πανδοκεύτρια Capitals: ΠΑΝΔΟΚΕΥΤΡΙΑ
Transliteration A: pandokeútria Transliteration B: pandokeutria Transliteration C: pandokeytria Beta Code: pandokeu/tria

English (LSJ)

ἡ,

   A hostess, Ar.Ra.114, Pl.426, Eup.9, D.C.46.6: metaph., φάλαινα π. a sea-monster ready to take all in, Ar. V.35.

German (Pape)

[Seite 458] ἡ, Gastwirthinn, Ar. Plut. 426 Ran. 114 u. Sp., wie D. Cass. 46, 6.

Greek (Liddell-Scott)

πανδοκεύτρια: ἡ, ξενοδόχος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 114, Πλ. 426· μεταφορ., φάλλαινα π., ἡ ἑτοίμη νὰ καταβροχθίσῃ τὰ πάντα, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 35.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
femme aubergiste.
Étymologie: πανδοκεύω.

Greek Monolingual

ή, Α
βλ. πανδοκευτής.

Greek Monotonic

πανδοκεύτρια: ἡ, ξενοδόχος, σε Αριστοφ.· μεταφ., φάλαινα πανδοκεύτρια, θαλάσσιο τέρας έτοιμο να υποδεχτεί στην κοιλιά του τα πάντα, έτοιμο να τα καταβροχθίσει, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πανδοκεύτρια:
1) хозяйка гостиницы Arph.;
2) всепожирательница (φάλαινα π. Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανδοκεύτρια -ας, ἡ [πανδοκεύω] iem. die iedereen onderdak biedt: herbergierster; overdr.: φάλλαινα πανδοκεύτρια een allesverslindend zeemonster Aristoph. Ve. 35.

Middle Liddell

πανδοκεύτρια, ἡ, [from πανδοκεύς
a hostess, Ar.; metaph., φάλαινα π. a sea-monster ready to take all in, Ar.