πανδοκεύτρια
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
English (LSJ)
ἡ,
A hostess, Ar.Ra.114, Pl.426, Eup.9, D.C.46.6: metaph., φάλαινα π. a sea-monster ready to take all in, Ar. V.35.
German (Pape)
[Seite 458] ἡ, Gastwirthinn, Ar. Plut. 426 Ran. 114 u. Sp., wie D. Cass. 46, 6.
Greek (Liddell-Scott)
πανδοκεύτρια: ἡ, ξενοδόχος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 114, Πλ. 426· μεταφορ., φάλλαινα π., ἡ ἑτοίμη νὰ καταβροχθίσῃ τὰ πάντα, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 35.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
femme aubergiste.
Étymologie: πανδοκεύω.
Greek Monolingual
ή, Α
βλ. πανδοκευτής.
Greek Monotonic
πανδοκεύτρια: ἡ, ξενοδόχος, σε Αριστοφ.· μεταφ., φάλαινα πανδοκεύτρια, θαλάσσιο τέρας έτοιμο να υποδεχτεί στην κοιλιά του τα πάντα, έτοιμο να τα καταβροχθίσει, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
πανδοκεύτρια: ἡ
1) хозяйка гостиницы Arph.;
2) всепожирательница (φάλαινα π. Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανδοκεύτρια -ας, ἡ [πανδοκεύω] iem. die iedereen onderdak biedt: herbergierster; overdr.: φάλλαινα πανδοκεύτρια een allesverslindend zeemonster Aristoph. Ve. 35.
Middle Liddell
πανδοκεύτρια, ἡ, [from πανδοκεύς
a hostess, Ar.; metaph., φάλαινα π. a sea-monster ready to take all in, Ar.