ἀειθαλής
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
ές,
A evergreen, AP7.195 (Mel.), 12.256 (Mel.); δένδρα Chor.p.87 B.: metaph., ever-blooming, Χάριτες Orph.H.60.5; νέος (of Γάμος personified) Men.Rh.p.404S.; τὸ ἀ. τῶν φύλλων Dsc.4.88.
German (Pape)
[Seite 39] immer grün, Mel. 2 (XII, 256); Nic. Ih. 564, u. a. sp. D. – Nic. Th. 538 hat auch ἀειθάλλουσα, was getrennt zu schreiben.
Greek (Liddell-Scott)
ἀειθᾰλής: -ές, ὁ πάντοτε θάλλων, Ἀνθ. Π. 7. 195, 12. 256· μεταφ. ὁ ἀείποτε ζωηρός, ἀκμαῖος, Χάριτες, Ὀρφ. Ὕ. 60. 5· τὸ ἀειθαλές τῶν φύλλων, Διοσκ. 4. 88.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
toujours vert ; fig. toujours jeune.
Étymologie: ἀεί, θάλλω.
Spanish (DGE)
(ἀειθᾰλής) -ές
• Alolema(s): ἀϊθᾰλής [ᾱῐ-] Orph.H.8.13, lat. aitales Ps.Apul.Herb.124.11
I 1siempre verde, perenne, perennifolio, γήτειον AP 7.195 (Mel.), ἔρνος ἐλαίης AP 12.256 (Mel.), ὕλη Str.14.5.5, δένδρα Chor.Or.1.32, Gp.11.1
•subst. τὸ ἀ. perennidad ἀείζῳον μέγα ... διὰ τὸ ἀ. τῶν φύλλων Dsc.4.88, στέφεται δ' ἐλαίᾳ διὰ τὸ ἀειθαλές Corn.ND 9.
2 fig. siempre floreciente, en la flor de la juventud Χάριτες Orph.H.60.5, Ζεύς Orph.H.8.13, νέος Men.Rh.404
•en lit. crist. eternamente nuevo de las palabras de Cristo, Gr.Naz.M.35.733A
•subst. τὸ ἀ. Clem.Al.Paed.1.12.98
•perenne, eterno de un fuego siempre encendido IEphesos 1063.2 (II d.C.).
II bot. τὸ ἀ. siempreviva mayor, Sempervivum tectorum L. Cyran.4.23.1, 4.39.12, Ps.Apul.l.c.
Greek Monotonic
ἀειθᾰλής: -ές (θάλλω), αυτός που είναι πάντοτε ανθηρός, συνέχεια ανθισμένος, ακμαίος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀειθᾰλής:
1) вечно цветущий, вечнозеленый (δάφνη Plut.; γήτειον Anth.);
2) неувядаемый, бессмертный (πνεῦμα Plut.).
Middle Liddell
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀειθαλής -ές ἀεί, θάλλω altijd groen; overdr. altijd jong. Plut. Per. 13.5.