ἐπεγχέω
γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity
English (LSJ)
poet. ἐπεγ-χεύω Nic.Fr.72.5:—
A pour in upon or besides, A.Ag.1137 (lyr.), Philox.2.40; ἄλλην [κύλικα] ἐπ' ἄλλῃ E.Cyc.423; pour in fresh water, Hp.Int.1.
German (Pape)
[Seite 908] (s. χέω, ἐπεγχεύῃσι Nicand. Ath. IX, 372 f), dazu-, wieder eingießen; Aesch. Ag. 1108, l. d.; Hippocr. u. Sp.; – ἄλλην ἐπ' ἄλλῃ Eur. Cycl. 423.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεγχέω: μέλλ. -χεῶ, ποιητ. -χεύω, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 372F· -ἐγχέω ἐπὶ ἢ προσέτι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1137, Ἱππ. 532, 23, κτλ.· ἐπεγχέων ἄλλην ἐπ’ ἄλλῃ κύλικα Εὐρ. Κύκλ. 423.
French (Bailly abrégé)
verser encore sur, verser par-dessus.
Étymologie: ἐπί, ἐγχέω.
Greek Monolingual
ἐπεγχέω και ἐπεγχύνω και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM)
1. χύνω επί πλέον ή πάνω σε κάτι («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα», Αισχύλ.)
2. (απλώς) χύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχέω «χύνω»].
Greek Monotonic
ἐπεγχέω: μέλ. -χεῶ, χύνω, διοχετεύω, παρέχω επιπλέον, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεγχέω:
1) подливать, наливать (ἄλλην ἐπ᾽ ἄλλῃ, sc. κύλικα Eur.);
2) проливать слезы, оплакивать (τὸ ἑαυτοῦ πάθος Aesch.).