παραλειπτέον
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
A one must pass over, οὐ π. ὡς… X.Ages.8.3 ; οὐ π. τὰ περὶ τῆς πόλεως Isoc.Ep.2.14 ; οὐ π. περί τινος D.S.5.83.
Greek (Liddell-Scott)
παραλειπτέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ παραλείπω, δεῖ παραλείπειν, τῇ μεγαλοφροσύνῃ ὡς εὐκαίρως ἐχρῆτο οὐ παραλειπτέον Ξεν. Ἀγησ. 8, 3· οὐ παραλειπτέον ἐστὶ τὰ περὶ τῆς πόλεως Ἰσοκρ. 409C· οὐ π. περί τινος Διόδ. 5. 83.
Greek Monotonic
παραλειπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να παραλείψει, τι, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραλειπτέον, adj. verb. van παραλείπω, er moet weggelaten worden.
Russian (Dvoretsky)
παραλειπτέον: adj. verb. к παραλείπω.