εὔβολος

From LSJ
Revision as of 12:26, 2 August 2019 by Spiros (talk | contribs)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔβολος Medium diacritics: εὔβολος Low diacritics: εύβολος Capitals: ΕΥΒΟΛΟΣ
Transliteration A: eúbolos Transliteration B: eubolos Transliteration C: eyvolos Beta Code: eu)/bolos

English (LSJ)

ον,

   A throwing luckily (with the dice), Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος Eub.58, cf. Poll.9.94, Suid. s.v. Μίδας: generally, lucky, ἄγρη Opp. H.3.71, Hld.5.18. Adv., ἦν γὰρ εὐβούλως ἔχων = he was in luck, cj. Pors. for εὐβούλως, A.Ch.696: Comp., πεσσοὶ εὐβολώτερον πίπτοντες Aristaenet. 1.23.

German (Pape)

[Seite 1058] gut werfend, treffend, Hel. 5, 18; – ἄγρη, eine glückliche Jagd, Opp. H. 3, 71; auch vom Brettspiel, πεσσοὶ εὐβολώτερον πίπτοντες Aristaen. 1, 23, die glücklicher fallen; vgl. Poll. 9, 94.

Greek (Liddell-Scott)

εὔβολος: -ον, (βάλλω) εὐκόλως ἐπιτυγχάνων βόλος, εὐκόλως ἐπιτυγχάνον ῥίψιμον τοῦ κύβου, Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος (τὸ δὲ Μίδας ἦν ὄνομα βόλου) Εὔβολος ἐν «Κυβευταῖς» 4, Πολυδ. Θ΄, 94, Σουΐδ. ἐν λ. Μίδας: - καθόλου, εὐτυχής, ἐπιτυχής, «τυχηρός», ἄγρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 71, Ἡλιόδ. 5. 18. - Ἐπίρρ., ἦν γάρ εὐβόλως ἔχων, ἦτο εὐτυχής, διετέλει ἐν εὐτυχίᾳ, Αἰσχύλ. Χο. 696 (οὕτως ὁ Pors. ἀντὶ εὐβούλως).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui jette (les dés) adroitement;
2 qui réussit, heureux.
Étymologie: εὖ, βάλλω.

Greek Monolingual

εὔβολος, -ον (Α)
1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάριΜίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος»)
2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά
3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχοςεὔβολος ἄγρη», Οππ.).
επίρρ...
εὐβόλως
1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων» — ήταν ευτυχισμένος (Αισχύλ.)
2) αντί ευβούλως
3) ευστόχως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βολος (< βάλλω), πρβλ. αμφί-βολος].

Greek Monotonic

εὔβολος: -ον, αυτός που κερδίζει στο ρίξιμο του κύβου, του ζαριού, εύστοχος, επιτυχής· επίρρ., ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων, βρισκόταν σε ευτυχία, ήταν ευτυχισμένος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὔ-βολος, ον
throwing luckily (with the dice): adv., ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων he was in luck, Aesch.