πινακίς
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = foreg. 1.3, Philyll.11, Machoap.Ath.13.582c; in the Kingdom of Bosporus, ἐπὶ τῆς π., as title, prob. in IPE2.29.29 (Panticapaeum, iii A. D.), cf. BMus.Inscr.183 (πινακεῖδος): pl., π. Ἑλληνικαί
A codicils in Greek, PGnom.36 (ii A. D.). 2 in pl., tablets, Plu.TG6, Id.2.47e, Arr.Epict. 1.10.5. II a kind of dance, Poll.4.103, Ath.14.629f.
German (Pape)
[Seite 616] ἡ, = πινακίδιον, u. im plur., wie δέλτοι, Diplome, codicilli, Plut. T. Graech. 6; vgl. Spohn de extr. Od. parte p. 175.
Greek (Liddell-Scott)
πινᾰκίς: -ίδος, ἡ, = πινάκιον Ι. 4, Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσι» 3, Μάχων παρ’ Ἀθην. 582C. 2) ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ δέλτοι, πινακίδες, Λατ. codicilli, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 6, ὁ αὐτ. 2. 47Ε. ΙΙ. εἶδος ὀρχήσεως, Ἀθήν. 629F, Πολυδ. Δ΄ 103.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
tablette pour écrire.
Étymologie: πίναξ.
Spanish
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. πινακίδα.
Greek Monotonic
πῐνᾰκίς: -ίδος, ἡ, = πινάκιον, στον πληθ., οι πίνακες, τα πλακίδια, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
πῐνᾰκίς: ίδος (ῐδ) ἡ дощечка для записей, писчая табличка (πινακίδες χαλκαῖ Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πινακίς -ίδος, ἡ, demin. van πίναξ, schrijftablet.
Middle Liddell
πῐνᾰκίς, ίδος, ἡ, = πινάκιον
in pl., tablets, Plut.
Chinese
原文音譯:pinak⋯dion 披那企笛按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:木板(小型)
字義溯源:書寫板,寫字板;源自(πίναξ)=盤子); (πίναξ)出自(πλάξ)=模板),而 (πλάξ)又出自(πλάσσω)*=模造)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 一塊寫字板(1) 路1:63