покрывало
From LSJ
Russian > Greek
βλῆμα, προκάλυμμα, φάρος, τάπης, ῥέγος, εἴλυμα, εἷμα, πέτασμα, στρῶμα, στέγαστρον, καλυπτήρ, πέπλος, ἐπίβλημα, περιβόλαιον, κάλυμμα, παρακάλυμμα, καλύπτρα, ῥῆγος, κατασκήνωμα, περικάλυμμα, καλύπτειρα, περίστρωμα, στρωμνή, στρωμνά, χλαῖνα, χλαίνη