лучезарный
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Russian > Greek
αἰγλήεις, αἰγλάεις, αἰγλᾶς, ἀριπρεπής, τηλαυγής, δῖος, χρυσόχροος, χρυσόχρους, φωτεινός, καλλιλαμπέτης, καλλιφεγγής, λαμπρός, φωσφόρος, φερεαυγής, πολιός, φαέθων, φαιδρός, φλογώψ, ἠλέκτωρ, χρυσοφαής, ἀστροφαής, ἀστροφανής, εὐφεγγής, ἐναργής