чрезвычайно
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Russian > Greek
ὑπερπερίσσως ;; ἄμοτον ;; δαιμονίως ;; ἐκπρεπῶς ;; μέγιστον ;; μεγάλως ;; περιώσιον ;; ἄγαν ;; μυρίῳ ;; ἄκρως ;; διαφερόντως ;; ἄσπετον ;; ἐκνομίως ;; ἐκτόπως ;; ῥυδόν ;; λίαν ;; λίην ;; πέρι ;; περίαλλα ;; ἰσχυρῶς ;; ὑπερβαλλόντως ;; αἰνῶς ;; ἐκπάγλως ;; περισσῶς ;; περιττῶς ;; ὑπερλίαν ;; ὑπερφυῶς ;; δαιμόνια ;; ὑπερφιάλως ;; ὑπεράγαν ;; μεγαλωστί ;; ἀκριβῶς ;; δεινῶς ;; πέρα