κτενισμός
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ὁ,
A combing, E.El.529 (pl.), Diocl.Fr. 141.
German (Pape)
[Seite 1518] ὁ, das Kämmen, Eur. El. 524 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κτενισμός: ὁ, τὸ κτένισμα, Εὐρ. Ἠλ. 529· ― κτένισμα, τό, Εὐστ. Πονημάτ. 122. 45.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de peigner.
Étymologie: κτενίζω.
Greek Monolingual
κτενισμός, ὁ (Α) κτενίζω
το χτένισμα, η κόμμωση.
Greek Monotonic
κτενισμός: ὁ, χτένισμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κτενισμός: ὁ причесывание, уход за волосами Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτενισμός -οῦ, ὁ [κτενίζω] het kammen.