εἰκαστικός
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ή, όν,
A able to represent: ἡ -κὴ τέχνη the art of copying or portraying, Pl.Sph.235d, etc. II able or liable to conjecture, ψευδῶν Ph.1.160; τὸ εἰ. the faculty of conjecturing, Luc.Alex.22. Adv. -κῶς conjecturally, Phld. Rh.2.91 S. (dub.), Procl.in Alc.p.23 C. 2 τὸ εἰ. matter of conjecture, Vett.Val.312.32.
German (Pape)
[Seite 726] abbildend; τέχνη εἰκαστική Plat. Soph. 235 d u. öfter, = ἡ εἰκόνας ἀπεργαζομένη; – vermuthend, τὸ εἰκ., Muthmaßung, Luc. Alex. 22; εἰκαστικὰ ἐπιῤῥήματα, zweifelnde Adverbia. – Adv. εἰκαστικῶς, vermuthungsweise, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς παράστασιν· ἡ εἰκαστικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἀντιγράφειν ἢ ἀπεικονίζειν, Πλάτ. Σοφ. 235D, κτλ. ΙΙ. ἱκανὸς εἰς τὸ εἰκάζειν, εὐφυὴς εἰς τὸ συμπεραίνειν, τὸ εἰκαστικόν, ἡ δύναμις τοῦ εἰκάζειν, Λουκ. Ἀλέξ. 22· τὰ εἰκαστικὰ (ἐνν. ἐπιρρήματα), τὰ σημαίνοντα ἀμφιβολίαν, Γαζῆς: - Ἐπίρρ. -κῶς· «εἰκαστικῶς, ὁμοιωτικῶς» Πολυδ. Δ΄, 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l’art de conjecturer : τὸ εἰκαστικόν LUC conjecture.
Étymologie: εἰκάζω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I descriptivo, capaz de representar o copiar ἡ εἰκαστικὴ ... τέχνη el arte de la representación Pl.Sph.235d, de la música, Pl.Lg.668a, εἰκόνα εἴποις ἂν τὸ πρᾶγμα καὶ τὸν ἄνδρα εἰκαστικόν Poll.7.127, ἀλληγορία Eust.1238.48.
II en el plano mental
1 conjeturable ἡ περὶ τὸ ποιὸν τῆς ὕλης θεωρία Ptol.Tetr.1.2.15
•dudoso, impreciso de algunas observaciones astrol., Vett.Val.299.26.
2 creador de imágenes, fabulador c. gen. obj. ὁ δὲ νοῦς ... ὁ ψευδῶν εἰ. la mente creadora de engaños Ph.1.160, ἡ τῶν εὐλόγων εἰ. ... μυθοποιία Ph.1.166
•neutr. subst. τὸ εἰ. la facultad de conjeturar o imaginar τὸ εἰ. τῇ ἐπινοίᾳ προσάπτων Luc.Alex.22.
III adv. -ῶς conjetural, hipotéticamente op. τεχνικῶς y ἐπιστημόνως Phld.Rh.2.91, ὁ περὶ τῶν ἀναγκαίων εἰ. λέγων el que habla conjeturalmente de los seres necesarios Procl.in Alc.23, λέγει δὲ εἰ. ὡς ... Sch.A.Th.617-619, cf. Poliorc.268.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM εἰκαστικός, -ή, -όν) εικαστός
1. αυτός που έχει την ικανότητα να απεικονίζει, παραστατικός
2. αυτός που έχει την ικανότητα να εικάζει
3. «εικαστικές τέχνες» — αυτές που απεικονίζουν το ωραίο στον χώρο
ζωγραφική, γλυπτική και αρχιτεκτονική.
Greek Monotonic
εἰκαστικός: -ή, -όν, ικανός για αναπαράσταση ή πιθανολόγηση· τὸ εἰκαστικόν, η ικανότητα, η δύναμη του να εικάζει κάποιος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
εἰκαστικός: грам. выражающий предположение или сомнение (ἐπιρρήματα).
Middle Liddell
εἰκαστικός, ή, όν
able to represent or conjecture: τὸ εἰκαστικόν the faculty of conjecturing, Luc.