ἀπιάλλω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
fut.
A -ιαλῶ Hsch., Dor. for ἀποπέμπω, Th.5.77; μεγάλου δ' ἀπὸ χεῖρας ἴαλλε keep them off, Archestr.Fr.29.
German (Pape)
[Seite 291] wegschicken, lakon. W. bei Thuc. 5, 77.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπῐάλλω: μέλλ. -ιαλῶ (Ἡσύχ.), Δωρ. λέξις ἀντὶ τοῦ ἀποπέμπω, Θουκ. 5. 77· μεγάλου δ’ ἀπὸ χεῖρας ἴαλλε (ἐν τμήσει) ἄπεχε, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321Α.
French (Bailly abrégé)
renvoyer.
Étymologie: mot. lac.
Spanish (DGE)
dór. enviar αἰ δέ τι δοκῇ τοῖς ξυμμάχοις, οἴκαδ' ἀπιάλλην y si los aliados hacen alguna proposición, podrán devolverlo (el tratado) a su país (para su revisión), Th.5.77, en tm. μεγάλου δ' ἀπὸ χεῖρας ἴαλλε de una (aulaga) grande aparta tus manos Archestr.29, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἀπιάλλω (Α)
αποφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ιάλλω «φεύγω, εκτοξεύω»].
Greek Monotonic
ἀπιάλλω: Λακων. λέξη αντί ἀποπέμπω, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπιάλλω: лак. Thuc. = ἀποπέμπω.