ἀσυλία

From LSJ
Revision as of 13:10, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσῡλία Medium diacritics: ἀσυλία Low diacritics: ασυλία Capitals: ΑΣΥΛΙΑ
Transliteration A: asylía Transliteration B: asylia Transliteration C: asylia Beta Code: a)suli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A inviolability, i.e.,    1 safety to the person, of suppliants, ἀ. βροτῶν A.Supp.610; of competitors at games, Plu.Arat.28; in Inscrr., as a privilege bestowed on one who has deserved well of the state, εἶμεν δὲ αὐτῷ ἀτέλειαν καὶ ἀ. καὶ κατὰ γᾶν καὶ κατὰ θάλασσαν IG7.11 (Megara), cf. 2.551.80, 5(1).1226 (Lacon.), etc.    2 sanctity, inviolability of character, ἀ. ἱερέως D.H.11.25.    3 of a place of refuge, right of sanctuary, Plb.4.74.2; ἀσυλίαν παρέχειν Plu. 2.828d; freq. in Inscrr., ἀ. πόλεως καὶ χώρας IG12(5).1341 (Paros), etc.    4 exemption from contributions, Ph.2.250.

German (Pape)

[Seite 379] ἡ, Unverletzlichkeit eines Ortes u. des daselbst Hülfe Suchenden, Aesch. Suppl. 605 Pol. 4, 74 Plut. Rom. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσῡλία: ἡ, τὸ ἀπαραβίαστον δηλ., 1) ἀσφάλεια προσωπική, ἐπὶ ἱκετῶν, ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους ξὺν τ’ ἀσυλίᾳ βροτῶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 610· ἐν ἐπιγραφαῖς, προνόμιον διδόμενον εἰς τὸν εὐεργετήσαντα τὴν πόλιν καὶ ἄξιον αὐτῆς καταστάντα, εἶμεν δ’ αὐτῷ ἀτέλειαν καὶ ἀσυλίαν, καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1052, πρβλ. 1355, 1542, κ. ἀλλ.· συχν. ἐν Δελφικαῖς ἐπιγραφαῖς, Κούρτιος 41 κ. ἑξῆς. 2) ἱερότης, ἁγιωσύνη, τὸ ἀπαραβίαστον τῆς ὑπολήψεώς τινος, ἀσυλία ἱερέως Διον. Ἁλ. 11. 25: - ἐπὶ τόπου πρὸς καταφυγήν, καταφύγιον, ἄσυλον, Πολύβ. 4. 74, 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
inviolabilité, ou asylie, espèce d’habeas corpus, ou interdiction de saisie de corps ; ou garantie de ne pas être maltraité par quiconque, tout acte violent à l’encontre de la personne étant considéré comme sacrilège ; s’applique aussi à un sanctuaire, à un territoire, pour le mettre à l’abri des actes de guerre.
Étymologie: ἄσυλος.

Spanish (DGE)

(ἀσῡλία) -ας, ἡ
1 inviolabilidad sagrada, seguridad de los suplicantes ξύν τ' ἀσυλίᾳ βροτῶν con protección religiosa ante los hombres A.Supp.610, καὶ [πρ] οδικίαν καὶ ἀσυ[λί] αν ɛ̄μεν Σκιαθί[ο] ις CID 1.13.31 (IV a.C.), ὁ πρεσβευτὴς ... ἔχων ... ἀσυλίαν καὶ σεβασμὸν ἱερέως poseyendo el legado la inviolabilidad y el carácter venerando del sacerdote D.H.11.25, cf. Ph.2.250, de competidores en los juegos atléticos, Plu.Arat.28, de los templos, LXX 2Ma.3.12
privilegio de inmunidad al pillaje εἶμεν δὲ αὐτῷ ἀτέλειαν καὶ ἀσυλίαν καὶ κατὰ γᾶν καὶ κατὰ θάλασσαν IG 7.11.12 (Mégara), cf. 22.1132.80 (III a.C.), 5(1).1226.14 (Laconia II/I a.C.)
de un tipo de inmunidad legal o fiscal, POxy.1264.11 (III d.C.).
2 derecho de asilo de ciertos lugares ἀνακτήσασθαι ... τὴν παλαιὰν καὶ πάτριον ἀσυλίαν Plb.4.74.2, en concr. de templos τὴν ἀσυλίαν ... τὴν τοῦ ἱεροῦ τοῦ Ποσειδῶνος IG 12(5).802.4 (Tenos III a.C.), cf. PTeb.699.16 (II a.C.), IFayoum 114.36 (I a.C.), IP 8(3).1.2 (I a.C.), Plu.2.828d, Posidon.273.24
gener., D.C.47.19.3, Babr.132.8.

Greek Monolingual

η (Α ἀσυλία) άσυλος
νεοελλ.
φρ.
1. «διπλωματική ασυλία» — το προνομιακό καθεστώς των διπλωματικών αποστολών και του προσωπικού τους να μην υπάγονται —σε μεγάλο μέτρο— στην έννομη τάξη του κράτους στο οποίο είναι διαπιστευμένοι ώστε να ασκούν ανεμπόδιστα και αποτελεσματικά τα διπλωματικά τους καθήκοντα
2. «βουλευτική ασυλία» — το προνόμιο των βουλευτών να μη διώκονται, συλλαμβάνονται ή φυλακίζονται χωρίς την άδεια του εκλογικού σώματος (εκτός από περιπτώσεις «κακουργημάτων επ' αυτοφώρω»)
αρχ.
1. το να μη μπορεί να ασκηθεί βία σε βάρος προσώπου ή ιερού χώρου
2. το να παρέχεται άσυλο σε ικέτες
3. απαλλαγή από φόρο ή συνεισφορά.

Greek Monotonic

ἀσυλία: ἡ (ἄσυλος), ιερό, απαραβίαστο, λέγεται για τους ικέτες, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσῡλία:
1) неприкосновенность Aesch.;
2) право убежища, тж. убежище Plat., Polyb.

Middle Liddell

ἄσυλος
inviolability, of suppliants, Aesch.