βρύχημα

From LSJ
Revision as of 18:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῡχημα Medium diacritics: βρύχημα Low diacritics: βρύχημα Capitals: ΒΡΥΧΗΜΑ
Transliteration A: brýchēma Transliteration B: brychēma Transliteration C: vrychima Beta Code: bru/xhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A roar, roaring, λέοντος APl.4.94 (Arch.), cf. Opp.C.3.36; improperly of sheep (cf. βληχάομαι), A.Fr.158 (pl.); of men, Plu.Mar.20, Alex. 51.

German (Pape)

[Seite 466] τό, dasselbe, Aesch. frg. 146; λέοντος Archi. 27 (Plan. 94); Opp. C. 1, 304; von Menschen Plut. Mar. 20 Al. 51.

Greek (Liddell-Scott)

βρύχημα: τό, ἀγρία φωνή, μούγκρισμα, Ὀππ. Κ. 3. 36· ἀτόπως ἐπὶ προβάτων (πρβλ. βληχάομαι), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλούτ. Μαρ. 20, Ἀλεξ. 51.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
cri de fureur, hurlement de douleur.
Étymologie: βρυχάομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [-ῡ-]
bramidodel ganado μυκηθμοῖσι καὶ βρυχήμασιν con mugidos y balidos A.Fr.158.3
rugido λέοντος AP 16.94 (Arch.), cf. Opp.C.3.36, Aq.Ib.3.24
de pers. rugido, bramido de desesperación, Plu.Mar.20, Alex.51.

Greek Monolingual

το (AM βρύχημα) βρυχώμαι
ο βρυχηθμός.

Greek Monotonic

βρύχημα: -ατος, τό, μουγκρητό, ουρλιαχτό, λέγεται για τους ανθρώπους, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

βρύχημα: ατος (ῡ) τό рев (μυκηθμοὶ καὶ βρυχήματα Aesch.; β. μεμυγμένον ἀπειλαῖς Plut.).

Middle Liddell

bellowing, roaring, of men, Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρύχημα -ατος, τό βρυχάομαι gebrul.