ἀκατασκεύαστος

From LSJ
Revision as of 23:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατασκεύαστος Medium diacritics: ἀκατασκεύαστος Low diacritics: ακατασκεύαστος Capitals: ΑΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: akataskeúastos Transliteration B: akataskeuastos Transliteration C: akataskeyastos Beta Code: a)kataskeu/astos

English (LSJ)

ον,

   A not properly prepared, φάρμακον Thphr.HP9.16.6; unwrought, unformed, γῆ LXX Ge.1.2; ἡ ἀ. chaos, 1Enoch 21.1; unpolished, unartificial, ἁπλᾶ καὶ μονοειδῆ καὶ ἀ. Ps.-Plu.Vit.Hom.218. Adv. -τως D.H.Is.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατασκεύαστος: -ον, = ἀκατέργαστος, τραχύς, οὐχὶ ἐπιμελῶς κατειργασμένος, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 16, 6. καὶ αὐτόθι Schneid., Ἑβδ. (Γεν. α΄, 2). - Ἐπίρρ. -τως, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσαίου, 15. ΙΙ. ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος λεπτὴν ἐπεξεργασίαν, Βί. Ὁμ. 218.

Spanish (DGE)

-ον
I no equipado, sin armarde un barco, Chrys.M.62.131.
II 1mal preparado φάρμακον Thphr.HP 9.16.6.
2 informe, caótico γῆ LXX Ge.1.2, λυθήσονται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἔσται ὁ ἀὴρ ἀ. 1Apoc.19.
3 no fabricado σοφία καὶ δύναμις ... ἀχειροποίητοι ... καὶ ἀκατασκεύαστοι Gr.Nyss.Ar.et Sab.80.15
fig. sencillo, no rebuscado Plu.Vit.Hom.218, γέγονε τοῦτο, οὐ προθεμένης μοι τῆς γνώμης ἀλλ' ἀ. οὕτω παρελθόν Synes.Ep.137.273.
III adv. -ως sencillamente ἁπλῶς καὶ ἀ. D.H.Is.15.2
sin prueba Origenes Cels.4.58.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατασκεύαστος, -ον) κατασκευάζω
αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο άφτιαχτος
αρχ.
1. ο ακατέργαστος ή εκείνος, του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η κατεργασία
«ἀκατασκεύαστον φάρμακον» (Θεόφραστος, Φυτ. / στ. 9, 16, 6)
2. αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, ο αδιάπλαστος
«ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος» (ΠΔ Γένεσις 1, 2)
3. εκείνος που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (βλ. ακατάσκευος)
4. αστόλιστος, ανεπιτήδευτος, απλός (βλ. ακατάσκευος).