λειόω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A make smooth, Aq.Pr.28.23:— Pass., to be polished, smoothed, Arist.Col.793a16, Heliod. ap. Orib.46.12.2. II pound fine, triturate, Gal.UP11.8, PSI6.718.4 (iv/v A.D.):—Pass., Ruf. ap. Orib.8.47.4, Marc.Sid.83. 2 emulsify, levigate, κόμμι Critoap.Gal.13.36, cf. Ps.-Democr.Alch.p.55 B.
German (Pape)
[Seite 24] glatt machen, ebenen, Sp. Auch = sein zerreiben, zu Pulver, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
λειόω: (λεῖος) κάμνω τι λεῖον, ὁμαλόν, Μάρκελλ. Σιδήτ. 83· λ. ἐπιγραφήν, ἐξαλείφω αὐτήν, Θεόδ. Στουδ. - Παθ., γίνομαι ὁμαλός, Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 4. ΙΙ. λειοτριβέω, εἰς λεπτὰ τρίβω, κοπανίζω, Ὀρειβάσ. 2. 230 Daremb., Θεοφρ. ἐν Νόνν., πρβλ. λεῖος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
lisser, polir.
Étymologie: λεῖος.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
λειόω: делать гладким, pass. становиться гладким (τρίψει Arst.).