λευκόλοφος

From LSJ
Revision as of 22:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόλοφος Medium diacritics: λευκόλοφος Low diacritics: λευκόλοφος Capitals: ΛΕΥΚΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: leukólophos Transliteration B: leukolophos Transliteration C: lefkolofos Beta Code: leuko/lofos

English (LSJ)

ον,

   A white-crested, Anacr.82, Ar.Ra.1016, Philet.4.    II τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον prob. on this white hill, AP 7.636 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 34] mit weißem Haar, oder Federbusch, τρυφάλεια Ar. Ran. 1016; Philet. 14; ποιηρὸν τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον, der weiße Hügel, Crinag. 39 (VII, 636).

Greek (Liddell-Scott)

λευκόλοφος: -ον, ἔχων λευκὸν λόφον ἢ λόφιον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016, Φιλητ. 14· ― τοῦτ’ ἀνὰ λευκόλοφον, πιθ. ἐπὶ τοῦ λευκοῦ τούτου λόφου, Ἀνθ. Π. 7. 636.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à aigrette blanche.
Étymologie: λευκός, λόφος.

Greek Monolingual

λευκόλοφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λευκό λοφίο («λευκολόφους τρυφαλείας», Αριστοφ.)
2. το αρσ. ως ουσ.λευκόλοφος
ο λευκός λόφος.

Greek Monotonic

λευκόλοφος: ον, αυτός που έχει λευκό λόφο ή λοφίο, σε Αριστοφ.· ως ουσ., λευκό-λοφον, τό, άσπρος λόφος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λευκόλοφος: украшенный белым гребнем или султаном (τρυφάλεια Arph.).

Middle Liddell

λευκό-λοφος, ον
white-crested, Ar.:—as Subst. λευκόλοφον, τό, a white hill, Anth.